Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή, 15/03/2012

Τα ιστορικά γεγονότα μιμούνται τις περισσότερες φορές το ένα τ΄ άλλο χωρίς καμιά πρωτοτυπία, αλλά μου φαίνεται στην Τσεχοσλοβακία η ιστορία σκηνοθέτησε ένα χωρίς προηγούμενο πείραμα. Δεν ξεσηκώθηκε εκεί, σύμφωνα με τις παλιές συνταγές, μια ομάδα ανθρώπων (τάξη, έθνος) ενάντια σ΄ άλλη, παρά οι άνθρωποι (μια γενιά ανθρώπων) επαναστάτησαν ενάντια στα ίδια τους τα νιάτα.
Προσπάθησαν να φτάσουν και να δαμάσουν τον ίδιο τους τον άθλο και παραλίγο να το καταφέρουν. Απ’ το εξήντα και μετά άρχισαν ολοένα και πιο πολύ να επεκτείνουν την επιρροή τους και στις αρχές του 1968 εξαπλώθηκε σχεδόν στους πάντες. Αυτή την τελευταία περίοδο την ονόμασαν γενικά Άνοιξη της Πράγας.

Μίλαν Κούντερα
Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης


της  Ελένης Πορτάλιου

1968. Το όχι στην εισβολή, που μοιραστήκαμε τότε, ολοκληρωτικό, απόλυτο, άνοιξε μέσα μου ένα ρήγμα σαν βάραθρο. Μπήκα στην αριστερά απ΄ αυτό το ρήγμα, είναι ο δικός μου δρόμος της ιστορίας.
Πολύ δύσκολο να μιλάς σε πρώτο πρόσωπο, οι προσωπικές εκμυστηρεύσεις φαίνεται να μην ενδιαφέρουν κανένα, αλλά η πολιτική είναι, επίσης, τα πρόσωπα των ανθρώπων που ξεχωρίζουν όπως οι νότες μιας συγχορδίας.
Δεν ήξερα τίποτε για την Πράγα το 1968. Τη γνώρισα αργότερα μέσα από τις θλιμμένες σελίδες του Κούντερα και τη συνάντησα στα βιβλία αρχιτεκτονικής που την υμνούσαν. Όταν την επισκέφτηκα, αμέσως μετά την πτώση του καθεστώτος που κήρυξε παράνομη την Άνοιξη, δεν είχε χάσει τίποτε από την ομορφιά της. Ο λόφος, το ποτάμι, η γέφυρα του Καρόλου, τα χρυσά καμπαναριά σαν αιωρούμενα άστρα, η Πράγα αναδυόταν μέσα από τις μνήμες της, μια πόλη – μνήμη, θαμπή όπως παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, ωχρή όπως το φίλντισι και πληγωμένη από την εικοσαετή αναμόρφωση.
Κοιτάζω τις φωτογραφίες του Γιόζεφ Κουντέλκα, που δημοσίευσε το “Βήμα” (24/8/2008). Είναι πλάνα με κόσμο, νέοι πολλοί καθισμένοι στο λιθόστρωτο, όρθιοι μπροστά στα τανκς, πρόσωπα καθαρά, ξεχωριστά, σίγουρα για το δίκιο τους. Στο βιβλίο Prague 1968 (photographies de Josef Koudelka) παρατηρώ τα πορτρέτα που εστιάζει ο φακός του νεαρού τότε φωτογράφου. Ένας ηλικιωμένος άνδρας – το πρόσωπό του χαραγμένο από τη σιωπηλή απόγνωση – στέκεται μπροστά σ΄ ένα καμένο κτίριο. Ένα κορίτσι, κρατώντας μια σημαία, συνοδεύει την ταφή ενός νεκρού, ένα άλλο κορίτσι, πάλι με τη σημαία στο χέρι, δεν ξέρω αν κλαίει ή χαμογελά. Δύο γυναίκες κρατούν σφιχτά ανάμεσά τους, από τα χέρια, ένα μικρό αγόρι. Τα μάτια τους, που δρόσισε το αεράκι της Άνοιξης, έχει διαστείλει η απορημένη αγωνία.
Όσοι δεν συγκινήθηκαν από τον “σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο”, αυτή τη σχισμή ελευθερίας στο ζόφο μιας ζωής ορισμένης μέσα στον τρόμο και τη ρυθμισμένη καθημερινότητα, άραγε ταυτοποιούν ποτέ τις γενικότητες των ιδεών τους με τα πρόσωπα που την ιστορία τους διέγραψαν τα όπλα;
Κάθε φορά που ανοίγω το βιβλίο με τις φωτογραφίες της Πράγας με συγκλονίζει μια άλλη εικόνα. Σ΄ ένα λιθόστρωτο δρόμο προχωρεί σε σειρά κόσμος, κατευθυνόμενος από ένα κορδόνι στρατιωτών με κράνη και προτεταμένα όπλα. Οι Τσεχοσλοβάκοι, όσοι δεν δραπέτευσαν στο εξωτερικό (120.000), όσοι δεν απολύθηκαν (500.000), όσοι δεν υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική διαμονή και εργασία, θα επιτηρούνται και αυτοί ως μελλοντικοί κατάδικοι, εφόσον φυσικά δεν προσαρμοστούν στο καθεστώς που επέβαλαν 750.000 Σοβιετικοί, Ανατολικογερμανοί, Πολωνοί, Ούγγροι και Βούλγαροι στρατιώτες με την υποστήριξη 6.000 αρμάτων μάχης.
Πόσες στοιχειώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου παραβιάστηκαν το ΄68; Στην Τσεχοσλοβακία έγινε εισβολή και κατοχή μιας ανεξάρτητης χώρας και εγκαθίδρυση κυβέρνησης των κατακτητών που κατάργησαν τη νόμιμη κυβέρνηση επιβάλλοντας δικτατορία. Μόνο όποιος αποδέχεται τον μεσσιανισμό των τανκς μπορεί να διατείνεται ότι ένας λαός δεν έχει δικαίωμα ν΄ αυτοκυβερνηθεί ή να δώσει συλλογικά το περιεχόμενο που θ΄ αποφασίσει στο σοσιαλισμό. Στην Τσεχοσλοβακία, ο σοσιαλισμός κουρελιάστηκε, όπως ήδη είχε ήδη γίνει στη Σοβιετική Ένωση, την Ουγγαρία, το Τείχος του Βερολίνου, όπως έγινε μερικά χρόνια αργότερα στην Πολωνία. Ταυτόχρονα, όμως, στην Τσεχοσλοβακία ο σοσιαλισμός δραπέτευσε για λίγο από τη μέγγενη του ολοκληρωτισμού και ξαναγεννήθηκε από τη στάχτη του στο πρόσωπο του νέου που στέκεται με προτεταμένο στήθος μπροστά στα τανκς και στο πρόσωπο εκείνης της μεσήλικης γυναίκας του Κουντέλκα, τόσο απλής και τόσο απελπισμένης στο χαμένο ραντεβού της με την ιστορία.
Αρκετούς μήνες πριν την Άνοιξη, η Τσεχοσλοβακία βρισκόταν σε δημιουργική αναζήτηση αλλαγών. Στο κόμμα συγκρούονταν δύο τάσεις -οι μεταρρυθμιστές, φορείς μιας μετρημένης ανανέωσης στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, κέρδισαν στην ολομέλεια του Ιανουαρίου 1968 και αναδείχθηκε γραμματέας του κόμματος ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, ο οποίος έδωσε προτεραιότητα στην κατάργηση της λογοκρισίας και στην αυτοδιοίκηση της Σλοβακίας ώστε να γίνει ισότιμη με την Τσεχία. Η προγραμματική βάση των μεταρρυθμίσεων, που πρότεινε το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, έθετε ως στόχους την αναδιάρθρωση της οικονομίας, την κατοχύρωση της ελευθερίας της γνώμης, την επαναξιολόγηση του σταλινικού παρελθόντος και την επαναβεβαίωση του ηγετικού ρόλου του ΚΚ στην κοινωνία μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες.
Η διάρρηξη του κομματικού μονολιθισμού επέτρεψε να έρθουν στο φως οι ανάγκες της κοινωνίας και διευκόλυνε τη διαμόρφωση μιας μαζικής κοινωνικής πρωτοβουλίας που, καθώς η λογοκρισία είχε χαλαρώσει, συνδέθηκε με τα κινήματα του παγκόσμιου ΄68. Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες προσέβλεπαν σ΄ ένα μέλλον ελευθερίας και συμμετοχής, ανέλαβαν από την πρώτη στιγμή της επέμβασης, άοπλες, την αντίσταση, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος: εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες.
Εκ των υστέρων γεννώνται πολλά ιστορικά ερωτήματα. Αν η ειρηνική εξέγερση δεν είχε πνιγεί στο αίμα στην Τσεχοσλοβακία, θα ήταν άλλες οι εξελίξεις στο ανατολικό στρατόπεδο; Θεμιτή η συζήτηση, αλλά δεν θα ήθελα εδώ να σκεφτούμε την Πράγα εκ του αποτελέσματος μιας διαφορετικής εξέλιξης. Γιατί η ουσιώδης συμβολή της Άνοιξης της Πράγας στην ιστορία του σοσιαλισμού βρίσκεται κατ΄ αρχήν στο γεγονός ότι υπήρξε, ότι συνέβη. Στο ότι η βάναυση πολιτική μηχανική των καθεστώτων καταστολής και ελέγχου δεν μπορεί να καταστρέψει τελικά την ουσιωδέστερη ανθρώπινη συνθήκη της ελευθερίας της σκέψης και της βούλησης. Ο σοσιαλισμός έχει στόχο να απαλλάξει τους ανθρώπους από τη μέριμνα της επιβίωσης, από τον αμέτρητο πόνο των πολέμων και της βίας, από ιδέες και αντιλήψεις που καθηλώνουν το δημιουργικό πνεύμα. Αλλά ο σοσιαλισμός είναι ταυτόχρονα, πριν και μετά από τους υλικούς και ηθικούς του στόχους, η συνθήκη ελευθερίας που νοηματοδοτεί τους κανόνες μιας δημοκρατικά θεσμισμένης κοινωνίας. Όσοι αντιπαρέρχονται τη δημοκρατία, επειδή τάχα είναι τυπική και ατελής, αντί να οικοδομούν πάνω στην εμβάθυνση, τη διεύρυνση και τη γενίκευσή της, δεν μπορούν να αγνοούν αυτό που η ιστορία ανέδειξε με τραγικές συνέπειες: ότι όπου χάνει η δημοκρατία κερδίζει ο ολοκληρωτισμός.
Στο εξαιρετικό κείμενό του Πράγα Ένα ποίημα που χάνεται, λίγα χρόνια μετά την εισβολή, ο Κούντερα μας θυμίζει ότι δεν είναι μόνο το δικαίωμα του ανθρώπου, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης κ.λπ. που δεν υπάρχουν στην Πράγα αλλά ένας μεγάλος πολιτισμός κινδυνεύει να εκλείψει εκεί σαν φύλλο χαρτιού στις φλόγες όπου χάνεται το ποίημα. (O Πολίτης, τ. 39).
Η χώρα του, μας λέει, ύψωσε τρία μεγάλα μνημεία τέχνης στον 20ο αιώνα που αντιπροσωπεύουν τρεις πτυχές της μέλλουσας κόλασης: τον γραφειοκρατικό λαβύρινθο του Κάφκα (η Δίκη, ο Πύργος), τη στρατιωτική ηλιθιότητα του Χάσεκ (ο καλός στρατιώτης Σβέικ) και τη στρατοπεδική απόγνωση του Γιάνασεκ (η όπερα το Σπίτι των νεκρών). Η ιστορία δεν είχε παρά να ανέβει στη σκηνή για να μιμηθεί αυτά που η έμπνευση είχε φανταστεί.
Το εύθραυστο λουλούδι της Πράγας, που άνθισε στο πολύχρωμο στερέωμα του ΄68, μας ξαναφέρνει 40 χρόνια μετά στην ουσία της πολιτικής μας ύπαρξης. Η Άνοιξη της Πράγας, με τον πολιτισμό της, ανθίσταται στην αφόρητη πίεση της διαχείρισης του παρόντος και της ρητορείας για το μέλλον που χαρακτηρίζουν τους αρνητές της Άνοιξης. Το παρελθόν δεν είναι πίσω, είναι μπροστά εκεί που, πάλι ο Κούντερα, μας θυμίζει ότι η ελευθερία – τουλάχιστον η ατομική- δεν είναι αδύνατη ακόμα και στις σκληρότερες συνθήκες. Γράφει στο Βιβλίο του γέλιου και της λήθης ότι οι ηττημένοι
…. χάνονται σαν πομπή που απομακρύνεται μες στην ομίχλη, αόρατη και λησμονημένη. Η φυλακή όμως, παρ΄ όλο που απ΄ όλες τις μεριές είναι περιτριγυρισμένη από τοίχους, είναι μια λαμπρά φωτισμένη σκηνή της ιστορίας. Ο Μίρεκ το ξέρει αυτό από καιρό. Η ιδέα της φυλακής τον ελκύει τον τελευταίο χρόνο τρομερά. Έτσι έπρεπε να έλκυε και τον Φλωμπέρ η αυτοκτονία της Μαντάμ Μποβαρύ. Όχι, το μυθιστόρημα της ζωής του δεν θα μπορούσε να το φανταστεί με καλύτερο τέλος.
Εκατοντάδες χιλιάδες ζωές θέλησαν να τις σβήσουν απ’ την ανθρώπινη μνήμη, για να μείνει μόνο ο μοναδικός ακηλίδωτος χρόνος του ακηλίδωτου ειδυλλίου. Αλλά ο Μίρεκ θ΄ αφήσει σ΄ αυτό το ειδύλλιο το σώμα του σαν μια κηλίδα.