Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή

Είναι εκπληκτικό το ότι η ιστοριογραφία, με την αυστηρή έννοια της λέξης, δεν υπήρξε παρά σε δύο περιόδους της ιστορίας της ανθρωπότητας : Στην Αρχαία Ελλάδα και στην Ευρώπη της σύγχρονης εποχής, δηλαδή σε δύο κοινωνίες όπου αναπτύχθηκε μία κίνηση επανασυζήτησης των υπαρχόντων θεσμών. Οι άλλες κοινωνίες δεν γνωρίζουν παρά μόνο την αδιαφιλονίκητη βασιλεία της παράδοσης και/ή την απλή «καταγραφή των συμβάντων» από τους ιερείς ή από τους χρονικογράφους των βασιλιάδων. Ο Ηρόδοτος δηλώνει αντίθετα ότι οι παραδόσεις των Ελλήνων δεν είναι αξιόπιστες. Ο κλονισμός της παράδοσης και η κριτική έρευνα των «αληθινών αιτίων» πηγαίνουν φυσικά μαζί. Και αυτή η γνώση του παρελθόντος είναι ανοιχτή σε όλους : ο Ηρόδοτος, λένε, διάβαζε ταςΙστορίας του στους Έλληνες που ήτα συγκεντρωμένοι έπ’ ευκαιρία των Ολυμπιακών αγώνων (se non e vero, e bentrovato).

                                                                                   Κορνήλιος Καστοριάδης 1

Μια πλευρά των Ολυμπιακών Αγώνων, αυτή του θεάματος, προβάλλεται από τους αρμόδιους φορείς και τη μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ ως σημαντική ελληνική επιτυχία που επιτρέπει ακόμα και να ξεχάσουμε άλλες δυσάρεστες πλευρές τους.

Στα αθλητικά και καλλιτεχνικά θεάματα, που αποκαλούν γιορτές, ο λαός θεωρείται κυρίαρχος. Ποιο θέαμα όμως προσφέρεται στον κόσμο και γιατί πρέπει να μετέχει των αθλητικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων μονίμως ως θεατής ;

Στις μαζικές κοινωνίες και τις μεγάλες πόλεις η έννοια του πλήθους περιγράφει από τη μια την έκφραση της αποξένωσης των κοινωνικών σχέσεων και από την άλλη μια δεξαμενή ηλεκτρικής ενέργειας 2 που γεννά η συνύπαρξη χιλιάδων ανθρώπων. Αυτό το πλήθος πρέπει να εξημερωθεί για να χωρέσει στα γιγάντια στάδια χωρίς παρατράγουδα ή να διαλυθεί και να περιοριστεί στον ιδιωτικό χώρο μπροστά στην τηλεοπτική οθόνη. Εκεί θα δει και θα προσλάβει όσα βλέπει με τον τρόπο και τα κριτήρια που οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης τού υποβάλλουν.

Εθνικοί εκφωνητές, εθνικοί αστέρες, εθνικοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες, με πρόδηλη την αγωνία να μη λείψουν από την επικαιρότητα, συστρατεύτηκαν για να μας επιβάλλουν το ότι οι αθλητικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις αποτελούν έναν αναντίρρητα κοινό τόπο συνάντησης και συμφιλίωσης, μέχρι ισοπέδωσης, αντιθετικών ιδεολογικών και αισθητικών ρευμάτων.   

Ο κόσμος, έχοντας ανάγκη συνόλων για ν’ αναγνωρίσει την κοινωνικότητά του και να χαρεί συλλογικά, θα προσφέρει αυτή την επιθυμία του ως απόδειξη της επιδιωκόμενης συναίνεσης στην επιχείρηση των Ολυμπιακών Αγώνων. Όπως έβλεπε και άκουγε τόσο καιρό για την αισθητική της χλαμύδας, των πυρσών και της φλόγας θα δει και θ’ ακούσει τώρα για τη νέα ποιοτική αισθητική και θ’ αξιωθεί θεαμάτων υψηλών προδιαγραφών.

Οι αθλητικές και καλλιτεχνικές διοργανώσεις, όμως, δεν έχουν για όλους/ες την ίδια αξία και ούτε αποτελούν για όλους γιορτή καθώς ο πολιτισμός, όπως και κάθε άλλη κοινωνική πρακτική, είναι πεδίο κριτικής και συγκρούσεων.

Όσον αφορά τα αθλητικά θεάματα μόνο μια ακραία ταύτιση με τους ομοεθνείς, τους ομόθρησκους , τους συμπατριώτες, που δεν είναι δυνατή χωρίς την αντίθεση με τον άλλο,  τον ξένο,  μπορεί να προσδώσει νόημα στην παρακολούθηση ενός αθλήματος υπονομευμένου ήδη από τα γνωστά συμφραζόμενα της κερδοσκοπίας και του ντόπινγκ. Και, άλλωστε, γιατί η γοητεία του ανθρώπινου σώματος , που τώρα πια διαμορφώνεται σε παραϊατρικά εργαστήρια και δεν είναι ανθρώπινο, πρέπει να εκδηλώνεται στο πλαίσιο ενός ανελέητου ανταγωνισμού και να τιμάται με τρόπους που διαιρούν τους ανθρώπους και τις εθνότητες μεταξύ τους ;  

Το χειροκρότημα στον πρωταθλητή/τρια ως επιβράβευση μιας επίδοσης, που συνεπάγεται πλούτη και δόξα και που οι θεατές θα επιθυμούσαν να επιτύχουν οι ίδιοι είναι μια ταυτόχρονη απόρριψη του πραγματικού εαυτού μας έναντι υπερφυσικών, εξωπραγματικών προτύπων, καθόλου ουδέτερων αλλά συμβόλων και φορέων σύγχρονων ανταγωνιστικών αξιών για να νομιμοποιείται η επιτυχία των λίγων και η αποτυχία των πολλών. Επιτυχημένοι πρωταθλητές/τριες και θεατές ηδονοβλεψίες από την ολυμπιακή κλειδαρότρυπα. Στο στάδιο ή, για τους περισσότερους, στον καναπέ της τηλεόρασης, η προσωρινή ευχαρίστηση οδηγεί κατευθείαν στο κενό της καθημερινής ζωής χωρίς να γίνει δυνατή η συνάντηση με τους άλλους, χωρίς να ενεργοποιηθεί η ατομική δυνατότητα και πράξη. Οι αθλητές/τριες θα παραμείνουν αθλητές/τριες και οι θεατές δεν θα αποσπάσουν ποτέ μια προσωπική ευκαιρία αθλητικής απόλαυσης, δεν θα γίνουν οι ίδιοι εορτάζοντες σε μια δική τους πραγματική γιορτή.

Οι τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών αγώνων θεωρήθηκαν καλλιτεχνική δημιουργία. Πράγματι υπάρχει τεράστια διαφορά αν συγκριθούν με την κακογουστιά  της μαζικά διαδιδόμενης υποκουλτούρας της οποίας ο μεγαλύτερος προαγωγός είναι τα τηλεοπτικά σόου, οι ασυναρτησίες και οι μπαναλιτέ των τηλεπαρουσιαστών, τα περιοδικά μόδας, lifestyle και προβολής των celebrities αλλά και οι μουσικοί διαγωνισμοί της Eurovision, η αρχιτεκτονική που διατρέχει την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, ο δημόσιος λόγος των πολιτικών και πολλά άλλα. Το κιτς  είναι μια εξουθενωτική πολιτισμική καταιγίδα που ισοπεδώνει τη φαντασία, την κρίση, την επιθυμία, τη δημιουργικότητα εκατομμυρίων ανθρώπων και όχι μόνο στη χώρα μας. Πρόκειται για ένα φτηνό αλλά χρυσοφόρο για τους παραγωγούς του εμπόρευμα. Υπάρχουν, όμως, και ακριβά εμπορεύματα για τους εκλεκτούς του πνεύματος και του χρήματος αφού η σύγχρονη πολιτιστική αγορά είναι εξαιρετικά διαστρωματωμένη και βασίζει τη συνεχή της επέκταση ακριβώς στις αναρίθμητες εξειδικευμένες κατηγόριες πολιτιστικών προϊόντων.

Υπάρχει η άποψη, που είναι σήμερα κυρίαρχη πραγματικότητα, ότι η «υψηλή» τέχνη αφορά λίγους μυημένους και υπάρχει το μαζικό θέαμα για τους πολλούς. Η διχοτομία αυτή καταδυναστεύει τη φαντασία του λαϊκού κόσμου που, άλλωστε, δεν έχει πολλές ευκαιρίες και μέσα ψυχαγωγίας. Εμείς οι αριστεροί, όμως, θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν όλοι οι άνθρωποι να χειραφετηθούν στη ζωή και την τέχνη και να γίνουν οι ίδιοι δημιουργοί. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται η αναίρεση της προηγούμενης διχοτομίας και η χειραφέτηση της τέχνης από τη δυναστεία της αγοράς. 

Φυσικά το ότι η τέχνη, η παράδοση, τα θεάματα, οι γιορτές είναι εμπορεύματα και οι μορφές της εμπορευματοποίησης σήμερα κατακλυσμιαίες παραβιάζει ανοιχτές θύρες. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες οι καλλιτέχνες, στο βαθμό που θεωρούν ότι η τέχνη μπορεί, μεταξύ άλλων, να συμβάλλει στην αυτογνωσία του ανθρώπου και τη γνώση του κόσμου, ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί.

Οι τελετές έναρξης και λήξης δεν είναι, πάντως, μια συνδυαστική τέχνη. Ανήκουν στην κατηγορία του μαζικού θεάματος με καλλιτεχνικές αξιώσεις, ενός θεάματος που δεν έχει ως κύριο στόχο την καλλιτεχνική κινητοποίηση και ψυχαγωγία του κοινού στο στάδιο αλλά την εύληπτη και συμπυκνωμένη διαφημιστική προβολή της χώρας μας σε δισεκατομμύρια τηλεθεατών.

Το θέαμα γιγαντιαίων διαστάσεων και σοκαριστικών προβολών πολυποίκιλων ειδών διαμορφώθηκε ιστορικά τον 19ο αι. με την ανάδυση του ανθρώπου-καταναλωτή και τη διόγκωση της αγοράς μέσα στις στοές, τα πολυκαταστήματα και τις παγκόσμιες εκθέσεις. Ολόκληρη η πόλη ως αγορά ήταν ένα μαζικής πρόσληψης θέαμα που τροφοδότησε τα πανοράματα και την πανοραμική λογοτεχνία.

Πανοράματα είναι : μεγάλοι κυκλικοί πίνακες που ξετυλίγονται μπροστά ή γύρω από τους θεατές  προσφέροντάς τους μια πανοραμική θέα (καθώς και την ψευδαίσθηση της γρήγορης κίνησης διαμέσου) ρεαλιστικά ζωγραφισμένων ιστορικών σκηνών ή φυσικών τοπίων 3.

Το θέαμα γιγαντιαίων διαστάσεων λειτουργεί μέσω της θρησκευτικής μέθης της φαντασμαγορίας. Η φαντασμαγορία είναι : κεντρική έννοια στη φιλοσοφία της ιστορίας και την κριτική του πολιτισμού του Μπένγιαμιν. Προέρχεται από την ανάλυση του Μαρξ για το φετιχισμό του εμπορεύματος, σύμφωνα με την οποία, στον καπιταλισμό, η κοινωνική σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους παίρνει τη «φαντασμαγορική» μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων. Κατά τον Μπένγιαμιν πρόκειται για « πέπλο», «οπτική ψευδαίσθηση», «μέθη», και «μεταρσίωση» , που αποσπά το βλέμμα από την πραγματικότητα της παραγωγής και της εμπορευματοποίησης της κουλτούρας 4.           

Η φαντασμαγορία χρειάζεται το μέγεθος για να επιβληθεί. Οι παγκόσμιες εκθέσεις του 19ου αι. αντλούσαν την υποβλητική τους δύναμη και την υπνωτική τους λειτουργία στο κοινωνικό φαντασιακό από το πλήθος και τον όγκο των εμπορευμάτων, από τις εν δυνάμει απεριόριστες ποσότητες, από τη συνύπαρξη διαφορετικών ειδών που τα ενοποιούσε όλα η κοινή τους προέλευση ως εμπορευμάτων. Έκτοτε όλα έχουν δραματικά πολλαπλασιαστεί.

Η συνδυαστική των ιστορικών στιγμιότυπων των τελετών έναρξης και λήξης ήταν αυτή της αλληλεπίθεσης ενός φαντασμαγορικού όγκου ιστορικών και σύγχρονων ειδών που είναι διαθέσιμα ως τουριστικά εμπορεύματα στους καταναλωτές όλου του κόσμου. Η ιστορία και η κοινωνική μνήμη με τη μορφή bricolage που δηλώνει τον σχετικισμό της μεταμοντέρνας συνθήκης.

 Πίσω από τα ωραία κουστούμια, τα χρώματα, το πλήθος των καλλιτεχνών και τον καταιγισμό εικόνων και ήχων, μεταξύ τους ασύνδετων και αντιθετικών, υπάρχει η άποψη της τρισχιλιετούς αδιατάρακτης ιστορίας του Ελληνισμού και του πολιτισμού που κινεί η αγάπη ενώ ξέρουμε ότι από τους μυθικούς χρόνους έως σήμερα, από τον Όμηρο μέχρι τον Σεφέρη (εμβόλιμους στο θέαμα), στα έργα των ανθρώπων και των ποιητών αποτυπώνεται η συγκρουσιακή ανθρώπινη κατάσταση. Ο έρωτας μπορεί να παρακινεί σε χαλαρά καλοκαιρινά ταξίδια και γι’ αυτό να μετατρέπεται σε μασκότ του θεάματος, στη θέση των ανεκδιήγητων Φοίβου και Αθηνάς, αλλά οι αρχαίοι τιμούσαν πολλούς θεούς. Μπορεί να ερμηνεύει κανείς όπως θέλει την παρουσία του νερού στο Ολυμπιακό Στάδιο όμως, στην περίπτωσή μας, το νερό δεν είναι το πρωταρχικό στοιχείο του κόσμου αλλά η με λεπτότητα υπενθύμιση της υπέροχης θάλασσας και των νησιών μας. Όπως δεν είναι και η φωτιά η ζωοδότρα δύναμη του Προμηθέα αλλά η εγχάραξη των ολυμπιακών κύκλων που υπνωτίζουν την τηλεοπτική αγρύπνια.

Διαθέτουμε μακραίωνα πολιτισμό – ο πολιτισμός ως μπαμπούσκες της γενεαλογίας και, φυσικά, πολιτισμό γεμάτο καλοσύνες και ομορφιές, χωρίς αντιθέσεις, που τα έχει όλα : αρχαιολογικούς θησαυρούς, τέχνες και επιστήμες, μύθους του θερισμού και του τρύγου, φολκλόρ και σκυλάδικα, Χατζηδάκη, Θεοδωράκη και Βίσση (άλλωστε οι εκλιπόντες δεν μπορούν ν’ αντιδράσουν εάν δεν συμφωνούν με τη χρησιμοποίησή τους).

Στο αρχαίο αθηναϊκό θέατρο οι θεατές δεν κρατούσαν λαμπάκια στο μισοσκόταδο, αλλά έπαιρναν μέρος εναλλάξ ως ηθοποιοί, χορός, θεατές ή βοηθούσαν στην προετοιμασία. Ώρες πολλές, με το φως της μέρας, συμμετείχαν ενεργά, κρίνοντας τους ποιητές, των οποίων τα έργα ήταν πάντα μια κριτική της πόλης, των πολιτών και των κρατούντων. Σε όλες τις θρησκευτικές τελετές, σε συνδυασμό με αθλητικές και άλλες γιορτές, το διονυσιακό στοιχείο ήταν έκφραση των συμμετεχόντων και όχι υπαινικτικός συμβολισμός. Δεν αναβιώνουμε, λοιπόν, στοιχεία από τον αθλητισμό της αρχαιότητας, άλλωστε κάτι τέτοιο, είναι ιστορικά ανέφικτο και, εν πολλοίς, μη επιθυμητό. Διαφημίζουμε τα αρχαία μας που πολλά από αυτά έχουν καταστραφεί ή εγκαταλειφθεί.

Ο κόσμος, βέβαια, κάνει συχνά ότι μπορεί παρεκβαίνοντας το επίσημο πρόγραμμα. Χειροκροτεί τις αντιπροσωπείες του Ιράκ, του Αφγανιστάν, της Παλαιστίνης και της Κούβας ή μουντζώνει το Ζέπελιν. Και οι ίδιοι οι αθλητές έδωσαν ένα τόνο γιορτής μπαίνοντας με μια όμορφη ακαταστασία στο χώρο και γεμίζοντας τη σκηνή που πήρε τη μορφή ενός πολύχρωμου ανθόκηπου.

Τα θεάματα των Ολυμπιακών Αγώνων επιτρέπουν τις λιγότερες παρεκβάσεις από τα διατεταγμένα προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση οι Ολυμπιακοί αγώνες δεν έγιναν για το αέρινο πέπλο των τελετών έναρξης και λήξης που τους τύλιξε για να τους εξωραΐσει αλλά για να εξυπηρετήσουν στόχους που επανειλημμένα έχουμε αναλύσει και επικρίνει.

  1.  Κορνήλιος Καστοριάδης,  Χώροι του Ανθρώπου

2,3,4.  Βάλτερ Μπένγιαμιν,   Σαρλ Μπωντλαίρ, ένας λυρικός

                                              στην ακμή του  καπιταλισμού