Η ευρύτερη περιοχή της Αθήνας αναπτύχθηκε μέσω διαρκών επεκτάσεων και εξαπλώθηκε σε όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής. Τα όρια αστικού – περιαστικού διατηρήθηκαν συγκεχυμένα , το φυσικό τοπίο, η γεωργική γη και τα δάση δέχθηκαν τεράστιες επιθέσεις, σπαταλήθηκαν, κάηκαν , ανοικοδομήθηκαν .

Το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας (ΡΣΑ, 1985) και, εν μέρει, τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια ( ΓΠΣ ) και οι Πολεοδομικές Μελέτες Επέκτασης – Αναθεώρησης ( ΠΜΕΑ), επιχείρησαν ένα γενικότερο ανασχεδιασμό του αστικού χώρου – μόνο, όμως, για τις νέες επεκτάσεις των σχεδίων πόλεων –  με τη δημιουργία κοινωνικών υποδομών, με τον έλεγχο των χρήσεων γης και την οριοθέτηση της επέκτασης της πόλης στην ύπαιθρο. Γρήγορα, όμως, τα πολεοδομικά σχέδια εκφυλίστηκαν σε εντάξεις των διαρκώς αναπαραγόμενων αυθαιρέτων στο σχέδιο πόλης.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι σχεδιασμοί των Ολυμπιακών Αγώνων ενίσχυσαν τον συγκεντρωτισμό στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Τα Ολυμπιακά Έργα πριμοδότησαν την επεκτατική πολιτική και την εμφύτευση  Ολυμπιακών Πόλων σε αδόμητες εκτάσεις. Οι εκτάσεις, όμως, αυτές αποτελούσαν πολύτιμες εφεδρείες για την ανασύσταση της κατακερματισμένης πόλης ή ήταν τμήματα του φυσικού τοπίου, που έπρεπε να παραμείνουν στη φυσική τους κατάσταση( πχ ακτές Σαρωνικού).

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες διέρρηξαν την όποια παράδοση σχεδιασμού είχε δημιουργήσει το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ΡΣΑ) και η πρώτη εποχή της Επιχείρησης  Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ), υπερέβησαν νόμους και θεσμούς και εγκαθίδρυσαν ένα σύγχρονο laisser faire στο χώρο, οικοδομώντας έργα χωρίς καμία κοινωνική χρησιμότητα σε δημόσια γη ανυπολόγιστης αξίας, με αποκλειστικά δημόσιους πόρους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.  

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες συγκρότησαν και επιτάχυναν την εφαρμογή των σύγχρονων νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο χώρο που, όσον αφορά την Αθήνα, μπορούν να συνοψιστούν στις ακόλουθες επιλογές : ενίσχυση του μεγάλου κατασκευαστικού κεφαλαίου μέσω νέων επενδυτικών ευκαιριών κλίμακας, στο πλαίσιο βελτίωσης του διεθνούς ρόλου και του γοήτρου της Αθήνας ως μητρόπολης, ως τόπου διεθνούς τουριστικού προορισμού και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος.  

Με τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, η δημόσια περιουσία πέρασε στην ανέλεγκτη ΑΕ Ολυμπιακά Ακίνητα, η οποία την εκποιεί, δηλαδή την παραδίδει σε ιδιώτες μεγαλοεπιχειρηματίες μαζί με δικαίωμα νέας δόμησης και απαγόρευσης πρόσβασης του κοινού σε μεγάλους δημόσιους χώρους.

Ήδη η παραλιακή ζώνη έχει κλείσει στη μεγαλύτερη έκτασή της και σχεδιάζονται επιπλέον ιδιωτικοποίηση και υπερδόμηση, κυρίως στο τμήμα από το Μοσχάτο μέχρι το Ελληνικό ( Ολυμπιακό Κέντρο Ιστιοπλοΐας , Αεροδρόμιο Ελληνικού, Ιππόδρομος, Παραλία Μοσχάτου ).

Η επέκταση της πόλης με τη μορφή της εξωαστικοποίησης, που σημαίνει αναπαραγωγή του αστικού τρόπου ανάπτυξης σε όλη την έκταση του λεκανοπεδίου, συνεχίζεται τόσο στα Μεσόγεια όσο και στη ζώνη μέχρι τα Μέγαρα. Η μεταφορά του αεροδρομίου στα Σπάτα, αντί της Τανάγρας – πρόταση Τρίτση  λόγω υπάρχουσας υποδομής και εύκολης πρόσβασης – παρήγαγε σε μικρό διάστημα μια νέα, πολλαπλάσια του αεροδρομίου Ελληνικού (εξω)αστικοποιημένη, άμορφη περιοχή, καταστρέφοντας τη γεωργική γη των Μεσογείων, η οποία είχε διατηρηθεί στην ίδια θέση από την αρχαιότητα.

Ο αναπροσανατολισμός του προτύπου ανάπτυξης, που δρομολογήθηκε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, πριμοδοτεί το χρηματιστικό κεφάλαιο, από τη μια, και το μεγάλο κατασκευαστικό και εμπορικό κεφάλαιο, από την άλλη. Αφορά , λοιπόν, τις επενδυτικές ευκαιρίες του μεγάλου κατασκευαστικού κεφαλαίου σε αντιοικολογικά τεχνικά έργα κλίμακας, κυρίως δρόμους , και την αναδόμηση της αγοράς γης και ακινήτων (real estate market) υπέρ των μεγαλοεπιχειρηματιών, μέσω κρατικών ρυθμίσεων (παραχωρήσεις Ελληνικών Τουριστικών Ακινήτων, Ολυμπιακών Ακινήτων κ.λ.π.) .

Έτσι, κι ενώ η οικολογική κρίση μεγεθύνεται και η κλιματική αλλαγή απειλεί το μέλλον του πλανήτη, προωθούνται στη χώρα μας τα πιο καταστροφικά περιβαλλοντικά σχέδια τα οποία, ταυτόχρονα, πλήττουν ευθέως το δικαίωμα στην πόλη  και στα αγαθά της φύσης, που δεν μπορούν να εμπορευματοποιηθούν ( δάση, αέρας, θάλασσα ), ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων στο λεκανοπέδιο της Αττικής.

Από το ίδιο νεοφιλελεύθερο πνεύμα απορρέουν η προσπάθεια της ΝΔ να τροποποιήσει το Σύνταγμα ώστε να άρει τη δασική προστασία, τα χωροταξικά Σουφλιά, η τροπολογία που αποσύρθηκε τελευταία στιγμή για την κατ΄ ουσίαν νομιμοποίηση των αυθαιρέτων σε δασικές εκτάσεις , κ.λ.π., κ.λ.π.

Βλέπουμε, λοιπόν,  να προωθούνται σχέδια  εγκατάστασης ή να ξεφυτρώνουν καθημερινά  εμπορικά κέντρα , μαρίνες, χώροι αναψυχής, αθλητικά – εμπορικά πολυκέντρα, συγκροτήματα πολυτελών κατοικιών, ξενοδοχεία ή άλλες μεγακατασκευές και να καταλαμβάνουν τους τελευταίους δημόσιους  και ελεύθερους πνεύμονες της πόλης . Είναι μια πραγματικότητα βαθιά αντιοικολογική, βαθιά ταξική και αντικοινωνική, που επιδρά άμεσα και στην έννοια της πόλης ως πολιτικής κοινότητας.

Η πόλη δεν υπάρχει ως συλλογική οντότητα αφηρημένα. Πραγματώνεται σε συγκεκριμένους τόπους με ταυτότητα, χαρακτήρα και όνομα. Χωρογραφείται από τους μεγάλους δημόσιους ελεύθερους χώρους, τους φυσικούς πνεύμονες που την περιβάλλουν – πράσινους, δασικούς και υγρούς – τα δημόσια κτίρια και τις συλλογικές εξυπηρετήσεις που προσφέρει στους πολίτες της.

Οι διαδικασίες δόμησης, εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης του χώρου της πόλης και των κοινωνικών λειτουργιών δημόσιου χαρακτήρα, στις οποίες διεξοδικά αναφερθήκαμε, είναι ταυτόχρονα πλήγματα στις υλικές προϋποθέσεις του πολιτισμού που είναι οι πόλεις και στις συλλογικές αξίες και το νόημα του αστικού – το νόημα της πόλης. Όπως δεν υπάρχουν δημόσια αγαθά για τον νεοφιλελευθερισμό, έτσι δεν υπάρχουν και αξίες που η πόλη συμβολίζει ιστορικά ή υποδείχθηκαν στη διάρκεια των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων μέσα στις οποίες υφαίνονται τα εναλλακτικά σχέδια και πρότυπα ζωής. Υπάρχει μόνο η αγορά και οι αξίες της : το κέρδος, ο ανταγωνισμός και ο άνθρωπος ως καταναλωτικό ζώον αντί του αριστοτέλειου πολιτικού ζώου. Μπορούμε να μιλάμε για μετάλλαξη ανθρωπολογικού χαρακτήρα  

Σ’ αυτές τις ίδιες πόλεις, όμως, που ο νεοφιλελευθερισμός σήμερα επιτίθεται, αναπτύσσονται και τα αστικά  κοινωνικά κινήματα και οι αντιστάσεις των πολιτών. Ισχυρά κινήματα πόλης υπήρξαν σε όλη την Ευρώπη, λιγότερο μαζικά, αν και αξιοσημείωτα, ανάλογα κινήματα υπάρχουν και στη χώρα μας. Υπερασπίζονται τη δημόσια υγεία, τη δημόσια περιουσία, τους δημόσιους ελεύθερους χώρους, την ιστορική μνήμη, την προσβασιμότητα όλων στην πόλη, την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και ιδεών και πολλά άλλα μικρά και μεγάλα θέματα των ανθρώπων σήμερα. Αντιτίθενται στην εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χώρου και του ελεύθερου χρόνου, στον αγοραίο εκβαρβαρισμό της κοινωνικής ζωής και στη διάλυση των συνεκτικών χωρικών και κοινωνικών δικτύων της πόλης.

Το Παρατηρητήριο των Ελεύθερων Χώρων καταγράφει πάνω από 100 κινήσεις ενεργών πολιτών στο πρόσφατο διάστημα. Ο αγώνας του δήμου Ελληνικού συνέθεσε κινήματα πόλης και ριζοσπαστικά δημοτικά σχήματα σε ένα κοινό αγώνα για τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα και της φυσικής μορφής της παραλιακής ζώνης.

Η υπεράσπιση της πόλης από τη γενικευμένη επίθεση επαφίεται στα χέρια των πολιτών της.

Τα αστικά κοινωνικά κινήματα αλλά και όλες οι κινήσεις αντίστασης πρέπει, λοιπόν, όχι μόνο να απομυθοποιήσουν την αγορά και την ανταλλακτική αξία ως μέτρα της ανθρώπινης ζωής αλλά και να επαναφέρουν τα αστικά νοήματα της κοινότητας, της συλλογικής ταυτότητας, του πολίτη και, εν τέλει, της πολιτικής ως υπόθεσης των πολλών για τον καθορισμό της ζωής τους.       

Ελένη Πορτάλιου

αρχιτέκτων , αν καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ