Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή,5/9/2003

της Ελένης Πορτάλιου

Η πνευματική διάσταση του ιστορικού υλισμού συνίσταται στη μνήμη των βασάνων της ανθρωπότητας και όχι στην επαγγελία ενός λαμπρού μέλλοντος, στην εκδίκηση και όχι στην εσχατολογία.
Αυτά γράφει ο Γ. Φαράκλας στο κείμενό του στον Πολίτη με τίτλο «Η Επανάσταση ως Εκδίκηση» που αποτελεί παρουσίαση και σχολιασμό του τελευταίου κειμένου του Βάλτερ Μπένγιαμιν «Για την Έννοια της Ιστορίας» .
Η επανάσταση ως πρόταγμα κάθε παρούσας γενιάς είναι στραμένη στην εικόνα των σκλαβωμένων προγόνων είναι η ευθύνη έναντι των ταπεινωμένων του παρελθόντος, στη λύτρωση των οποίων αποσκοπεί. Με τα λόγια του δικού μας ποιητή Ο. Ελύτη, που το «Άξιον Εστί» του ακούστηκε στις τριήμερες εκδηλώσεις της Μακρονήσου από τη μαγνητοφωνημένη φωνή του Μακρονησιώτη Μάνου Κατράκη, η επανάσταση θ’ αποσκοπούσε να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση.

Ο άγγελος της ιστορίας έχει το πρόσωπο στραμένο στο παρελθόν. Ο άγγελος θα ήθελε να σταθεί, ν’ αναστήσει τους νεκρούς και να επανενώσει τα συντρίμμια αλλά η καταιγίδα της προόδου τον σπρώχνει ασυγκράτητα στο μέλλον.

Η άρνηση του μέλλοντος που ονομάζουν πρόοδο και η κατάφαση σ’ ένα κόσμο ειρήνης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και αξιοπρέπειας ριζώνουν στα έργα των προγόνων μας : αυτά που η σκαπάνη των ίδιων και της αριστεράς ανέσυρε και αποκατέστησε, μελετώντας την ιστορία και ενεργοποιώντας ζωντανές ατομικές και συλλογικές μνήμες και αυτά που παραμένουν ακόμα στο υπέδαφος της ιστορίας και του συλλογικού ασυνείδητου, περιμένοντας να λυτρωθούν και να διαυγάσουν το παρόν μας.

Τα είδα όλα στη Χιροσίμα

Δεν είδες τίποτα στη Χιροσίμα

Τ’ όνομά μου είναι Χιροσίμα

Τ’ όνομά σου είναι Νεβέρ

Υπάρχει, ενδεχομένως, μιά παραλληλία με τη Μακρόνησο στην ταινία του Αλαίν Ρενέ γιά τη Χιροσίμα σε κείμενα της Μαργκερίτ Ντιράς, μιά ταινία πάνω στην ατομική και συλλογική μνήμη. Στα συντρίμμια που άφησε η τερατωδία της ατομικής βόμβας πάνω στους ανθρώπους και τους  τόπους κι ενώ η φρίκη συλλέγεται – αν μπορεί να συλλεχθεί – σε κείμενα, ταινίες, μουσική, μουσεία, διαδηλώσεις, ομιλίες, χωρίς να μπορεί παρ’ όλ’ αυτά να σκουπιστεί όπως και η θανατηφόρα σκόνη από τα σώματα και τις ψυχές των επιζώντων, ένας άνδρας και μιά γυναίκα καταφέρνουν να δουν τη Χιροσίμα με οδηγό τη μνήμη της εσωτερικής τους πληγής.

Στη Μακρόνησο ήρθαν πολλοί, πάρα πολλοί άνδρες και γυναίκες : οι επιζώντες, τα παιδιά τους, τα παιδιά των παιδιών τους και οι γενιές των αριστερών που ακολούθησαν τη γενιά της Ρωμιοσύνης. Άλλοι έμειναν πίσω γιατί ο τόπος δεν τους χωρά ή γιατί η πολιτική τύρβη αυτής της δημοσιότητας εξανεμίζει τα δάκρυα και τα όνειρά τους.

Σε κάθε περίπτωση η μνήμη, άσβηστος κρατήρας ηφαιστειακών προσωπικών και συλλογικών κόσμων, ενεδρεύει στα χαλάσματα της Μακρονήσου, στη χαράδρα, τις σκηνές και τους κλωβούς, στις ξερές πέτρες και το αίμα των συντρόφων που έγιναν το άλας του κόσμου και της ψυχής της αριστεράς εδώ στον τόπο του μαρτυρίου τους.

Σ’ αυτά τα ίδια χαλάσματα μέσα από το σημερινό πλήθος ανέβλυσε η βαθιά οικειότητα που γεννά η κοινή αριστερή μας παράδοση και εκδηλώνεται με τη σιωπή – ύστερα με το τραγούδι.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης είναι οι Όμηροι της αριστεράς. Οι ήχοι τους είναι τόσο δικοί μας όσο το κροτάλισμα του όπλου, η αγρύπνια των μελλοθάνατων, οι λυγμοί των γυναικών, το τρίξιμο από τα δόντια των ανδρών, η βοή των διαδηλωτών, ο αχός της ανυπότακτης πολιτείας, οι ψίθυροι μιας ανείπωτης τρυφερότητας που πονά και σταλάζει τον γρανίτη του άλλου κόσμου.

Ο κόσμος του Ρίτσου είναι το απόσταγμα του ελάχιστου που παραπέμπει στο μέγιστο, ο κόσμος του Θεοδωράκη είναι επικός, μια κατακλυσμική λαϊκή συγχορδία.

Ο κόσμος της αριστεράς, η υπαρξιακή της συνθήκη, το σκληρό κουκούτσι της παράδοσής της είναι η Μαρία στην Αγρύπνια του Ρίτσου.

Η Μαρία είχε μάθει

όπως κι εμείς πώς ο ουρανός αρχίζει απ’ το ψωμί,

γι’ αυτό, λίγο προτού πεθάνει,

έδεσε τα χοντρά της χέρια στην καρδιά της

κοίταξε απ’ τη μεριά που βγαίνει ο ήλιος

κι είπε :

«αν είναι να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι

έτσι που δεν το χόρτασα ποτές μου εγώ

ας πάω κι εγώ –

μονάχα να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι»

΄Όσοι ήρθαν στη Μακρόνησο για πρώτη φορά έχουν, όπως ο άνδρας και η γυναίκα στη Χιροσίμα, μια κρυφή πληγή ή ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι για να μπορούν να θυμούνται και να μάθουν την αλήθεια. Τα είδες όλα στη Μακρόνησο ή σχεδόν όλα. Αλλά πότε θ’ ανάψουν όλες μαζί οι μνήμες για να φανεί το έναστρο στερέωμα της αριστεράς, όπως έγινε φευγαλέα στις τριήμερες εκδηλώσεις; Πότε η ιστορία εμβαπτισμένη στα μνημονικά ίχνη των Μακρονησιωτών, θ’ απαλλαγεί από την αντίληψη της συνεχούς ανέλιξης και θα φωτίσει το σκοτεινό πρόσωπο των Νέων Παρθενώνων, πότε το παρόν θα λυτρώσει το παρελθόν;

Μέσα σε τρεις δεκαετίες η σοσιαλδημοκρατία κατόρθωσε να σβήσει σχεδόν το όνομα  ενός Μπλανκί , πού το άκουσμά του συνέγειρε τον περασμένο αιώνα. Προτιμούσε ν’ αναθέτει στην εργατική τάξη το ρόλο λυτρωτή των επερχόμενων γενεών. Έτσι απονεύρωνε τις μεγαλύτερες δυνάμεις της. Μ’ αυτή τη διαπαιδαγώγηση η τάξη ξέμαθε τόσο να μισεί όσο και να θυσιάζεται γιατί και τα δύο τροφοδοτούνται από την εικόνα των σκλαβωμένων προγόνων, όχι από το ιδεώδες των απελευθερωμένων εγγονών.

                                                    (Βάλτερ Μπένγιαμιν, Για την Έννοια της Ιστορίας)

Καρφωμένες, λοιπόν, οι λέξεις μας στο παρελθόν, σαν πρόκες να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Γιατί η αναγωγή της ύπαρξής μας αποκλειστικά στις επόμενες γενιές και το μέλλον, παθολογία που χαρακτηρίζει και την αριστερά, συνδράμει στην αμνησία τόσο των εθνών όσο και των καταπιεσμένων.

Μιλώντας για τη Μακρόνησο στο κείμενό του «Η μνήμη της ιστορίας και η αμνησία των εθνών» ο Μακρονησιώτης ιστορικός  Φίλιππος Ηλιού γράφει : Δεν αρέσει φαίνεται στα έθνη να θυμούνται την πραγματική ιστορία τους. Ιδίως, όταν η ιστορία αυτή αναδεικνύει πλευρές οδυνηρές και δυσάρεστες, για τις οποίες, με το πέρασμα του χρόνου κανείς δεν αισθάνεται άνετα και περήφανος… Το ζητούμενο είναι, πάντα, η εθνική συνοχή, υπό τη σκέπη της εκάστοτε δεσπόζουσας ιδεολογίας…Τυπική μορφή ενσωμάτωσης, δια της αποσιώπησης, είναι η θετική προβολή της Μακρονήσου όταν αυτή συνοδεύεται από την αποσιώπηση της πολιτικής ταυτότητας των Μακρονησιωτών. Οι πολίτες, οι στρατιώτες που θήτευαν στη Μακρόνησο δεν ήταν αφηρημένα όντα, ιδεατοί ήρωες, που αντιστέκονταν στη βία εν ονόματι αφηρημένων αρχών: ήταν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, Έλληνες κομμουνιστές.

Γι’ αυτό, άλλωστε, το κοινό, τουλάχιστον την Κυριακή που βρέθηκε στη Μακρόνησο και η γράφουσα, έφτασε στο απόγειο της συγκίνησης κατά την ανάγνωση του ποιήματος γιά τον σύντροφο κομμουνιστή.

Η Μακρόνησος δεν ήταν ένας συνηθισμένος τόπος εξορίας. Ήταν το κολαστήριο για τους κομμουνιστές και τους άλλους ανυπότακτους, υπό τη διοίκηση Άγγλου διοικητή, στο οποίο με θηριώδη βασανιστήρια και φυσική εξόντωση επιχειρήθηκε η αναμόρφωση τους.

Περάσαμε πολύν καιρό στο Μακρονήσι

κοιμηθήκαμε μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο,

πολλοί αφήσανε κει πέρα τα κόκκαλά τους

πολλοί αφήσανε τα πόδια τους και τα χέρια τους

πολλοί τώρα περπατάνε με δεκανίκια

πολλοί δεν περπατάνε καθόλου

πολλοί φωνάζουν τη νύχτα στον ύπνο τους

πολλοί δεν έχουν καθόλου μιλιά

πολλοί δεν μπορούν πια να δουν

πως σεργιανάει ένα σύγνεφο την τριανταφυλλιά θλίψη του στην

ευγένεια των βραδινών νερών

πολλοί δεν μπορούνε πια να καταλάβουν τη φωνή της μάνας τους

Μια νέα κοπέλα πριν αρχίσει η συναυλία καθόταν στα χαλάσματα με λίγες ασπρόμαυρες φωτογραφίες κι αντιπαρέβαλε το τότε με το τώρα. Τι μπορεί ν’ αναγνωρίσει μετά τις λεηλασίες των δεσμοφυλάκων και τις σημερινές αυθαιρεσίες των καταπατητών; Μολαταύτα ο τόπος παραμένει δραματικά υποβλητικός, τρομακτικός, μια βαθιά πληγή, μια πόρτα ορθάνοιχτη στην καρδιά μας για να διαβεί η λύτρωση.

Οι πολλαπλές ιστορίες της Μακρονήσου δεν έχουν ακόμα γραφτεί και η αμνησία παραμονεύει στην κατάρρευση του τόπου που είναι η κινητήρια ενέργεια των αναμνήσεων.