Μνήμη  Άννης  Βρυχέα

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην αναζήτηση τρόπων ανάγνωσης του χώρου της κατοικίας από φεμινιστική σκοπιά, ώστε να προκύπτουν συμπεράσματα που επηρεάζουν τον σχεδιασμό, υπάρχουν πολλές δυσκολίες. Μεγάλη σημασία έχει η χρήση του χώρου από τα δύο φύλα, που παραπέμπει σε κοινωνικούς ρόλους και στερεότυπα και λιγότερο η διαμόρφωση του χώρου.

Το δοκίμιο της Susan R. Henderson Μια Επανάσταση στη Γυναικεία Σφαίρα, H Grete Lihotzky και Η Κουζίνα της Φρανκφούρτης είναι υποδειγματικό γιατί ακριβώς μιλά χωρικά, ερμηνεύοντας τον χώρο σύμφωνα με ένα ολόκληρο σύστημα κοινωνικών σχέσεων, φυλετικών ρόλων και ιδεολογικών προσεγγίσεων από το κράτος, την κοινωνία, το γυναικείο και φεμινιστικό κίνημα.

Η συγγραφέας μέσα , κυρίως, από την έρευνα της Κουζίνας της Φρανκφούρτης- πρότυπης λύσης που εφαρμόστηκε στους νέους οικισμούς της Γερμανίας κατά τον μεσοπόλεμο – εξετάζει ταυτόχρονα τον χώρο της κατοικίας και τη θέση των γυναικών στις κοινωνίες του μεσοπολέμου.

2. ΤΑ ΟΙΚΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

    ΚΑΙ ΤΗ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ

Το 1920 η κατάσταση της κατοικίας της εργατικής τάξης ήταν τραγική, λίγο απείχε από τις περιγραφές του Engels και του Dickens για την Αγγλία του 19ου αι. Ο πόλεμος και η εσωτερική μετανάστευση επιδείνωσαν το πρόβλημα που είχε λάβει μαζικές διαστάσεις. Η αντιμετώπισή του ήταν πολιτική. Βήματα έγιναν εκεί όπου υπήρξε δημόσια χρηματοδότηση και διατέθηκε δημόσια γη. Εν τω μεταξύ πολλοί σημαντικοί αρχιτέκτονες της εποχής είχαν εμπλακεί θεωρητικά , σχεδιαστικά ή / και κατασκευαστικά στη μελέτη της κατοικίας, που συνιστούσε ταυτόχρονα πολεοδομικό και κοινωνικό, λειτουργικό και αισθητικό πρόβλημα. Πώς θα ήταν οι πόλεις της Νέας Εποχής; Ποιες ήταν οι λύσεις για τα προβλήματα του συνωστισμού, της υποβάθμισης του οικιστικού αποθέματος, της έλλειψης στοιχειωδών υποδομών – αποχέτευσης, ύδρευσης, ηλεκτρισμού – και των ανθυγιεινών συνθηκών καθημερινής ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων; Οι αρχιτέκτονες σχεδίαζαν με συνείδηση των μαζικών ανθρώπινων και κοινωνικών αναγκών , επενδύοντας κοινωνικά οράματα στα σχέδιά τους και ενεργοποιώντας τις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής της μεγάλης βιομηχανίας και της μαζικής παραγωγής. Η αρχιτεκτονική δρούσε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης αλλά και μεγάλων προσδοκιών. Η Σοβιετική Ένωση, η Ολλανδία, η Γερμανία , η Ελβετία, η Αυστρία είναι τα βασικά εργαστήρια των νέων οικισμών την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τεράστιες ηθικές και πνευματικές δυνάμεις ενεργοποιήθηκαν γι’ αυτό τον σκοπό, που άγγιξε όλες τις χώρες και όλες τις σχολές και ώθησε σε ανταλλαγές μεταξύ αρχιτεκτόνων, σχολών και χωρών.

Ο Δήμος της Φρανκφούρτης , με τον διορισμό του αρχιτέκτονα Ernst May ( 1885 – 1970) , το 1925, επικεφαλής των αρμόδιων υπηρεσιών του, ξεκίνησε την κατασκευή εργατικών κατοικιών με πρωτοφανείς ρυθμούς, υλοποιώντας μια πολιτική βασισμένη στα συνδικάτα και τους σοσιαλδημοκρατικούς συνεταιρισμούς.

Έχοντας έρθει σε επαφή με τον Raymond Unwin στην Αγγλία, ο May είχε αφομοιώσει τις θεωρίες των κηπουπόλεων, είχε, επίσης, την εμπειρία της υλοποίησης μιας σειράς αγροτικών κοινοτήτων στη Σιλεσία και ενός συνολικού σχεδίου πόλης, που παρουσιάστηκε στο Μπρεσλάου , το 1921. Εκεί ο May οραματίστηκε τη δημιουργία δορυφορικών κυττάρων κατοικίας σε απόσταση δώδεκα με δεκαοκτώ μίλια από το κέντρο της πόλης, οργανωμένων με διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιοχών και βασισμένων στο κυκλοφοριακό σύστημα και την αποκέντρωση των βιομηχανικών μονάδων.

Ανάλογα σχέδια θα υλοποιήσει στη Φρανκφούρτη μεταξύ 1925 και 1930 μέσω εταιριών που το 90%  των κεφαλαίων τους είναι δημοτικά και ενώ στην ιδιοκτησία της πόλης ανήκει το 43,2 % της γης και εξ’ αυτού το 22% έχει κρατηθεί για ένα δασώδες πάρκο νότια του κέντρου. Στη Φρανκφούρτη ο May υλοποίησε, ανάμεσα στα 1926 και 1930, σε συνεργασία με τους Böhm, Bangert, Rudolf και άλλους, τους δύο μεγάλους Siedlungen,  Praunheim και Römerstadt  και ξεκίνησε τους Westhausen, Riedhof και Bruchfeldstrasse.

Στην ομιλία του στην Καταστατική Συνέλευση της Διεθνούς Ένωσης Κατοικίας, τον Ιανουάριο του 1929, πάνω στην Οικιστική Πολιτική της Φρανκφούρτης, Ο Ernst May έθεσε μια σειρά ζητήματα, που είχε αντιμετωπίσει και απαντήσει μέσω του οικιστικού προγράμματος , ως σύμβουλος της πόλης.

Το πρόγραμμα της Φρανκφούρτης ήταν 10ετές και σκόπευε να εξαλείψει το έλλειμμα κατοικίας στην πόλη. Παρά τους εντατικούς ρυθμούς, οι αιτήσεις αυτών που βρίσκονταν σε άθλια στεγαστική κατάσταση και αναζητούσαν επειγόντως κατοικία δεν μειώθηκαν και το πρόγραμμα αποδείχθηκε, σύμφωνα με τον May, ανεπαρκές σ’ αυτό το σημείο, όπως και στην εξυγίανση των ανθυγιεινών κατοικιών στην παλιά πόλη. Έτσι, το 1928, υποβλήθηκε ένα νέο κατασκευαστικό σχήμα που σκόπευε να προσφέρει 16. 000 κατοικίες σε 10 χρόνια. Το νέο στοιχείο αυτού του προγράμματος δεν βρισκόταν μόνο στην προσπάθεια να σταθεροποιήσει για μια σημαντική περίοδο τη χρηματοδότηση της οικοδόμησης – το κόστος μεταξύ 1925 – 28 είχε αυξηθεί κατά 185 % σε σχέση με την προπολεμική περίοδο –  αλλά και στην επιλογή κατασκευής των μισών μονάδων στο μικρότερο δυνατό μέγεθος των 2 δωματίων. Η ποιότητα των κατοικιών επηρεάστηκε από το Γενικό Σχέδιο που είχε σκοπό να ελαχιστοποιήσει τα μειονεκτήματα των μεγάλων πόλεων και να βοηθήσει στην ανάπτυξη της πόλης έτσι ώστε να ικανοποιεί τις φυσικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό, σύμφωνα πάντα με την ομιλία του May, επιχειρήθηκε μέσω συστηματικής αποκέντρωσης, με την τοποθέτηση των ζωνών κατοικίας στο μέσον μεγάλων ανοιχτών χώρων και της βιομηχανίας σε ειδικές περιοχές.

Η κυκλοφορία και η οικονομική σκοπιμότητα ήταν οι μόνοι σύγχρονοι περιοριστικοί παράγοντες της επέκτασης της πόλης, και ο  May επέλεξε  να επεκτείνει την περιοχή κατοικίας βορειοδυτικά με τη μορφή δορυφόρων στην περιβάλλουσα ύπαιθρο, αποκομμένων από την κεντρική πόλη, με την οποία συνδέονταν, πάντως, με ηλεκτροκίνητα τραμ, λεωφορεία και τρένα. Σε όλες αυτές τις θυγατρικές πόλεις οι κάτοικοι θα εύρισκαν όλα όσα είναι αναγκαία για τις καθημερινές ανάγκες τους. Η εκτίμηση ήταν ότι θα δημιουργηθούν ευκαιρίες εργασίας ώστε να περιοριστούν οι αντιπαραγωγικές και κουραστικές μετακινήσεις για την καθημερινή εργασία πλην αυτών που αναφέρονταν στην εγγύς βιομηχανική ζώνη. Υπήρχαν σ’ αυτές τις μονάδες καταστήματα, σχολεία και κοινόχρηστες αίθουσες, χώροι για τεχνίτες, γιατρούς και δικηγόρους. Για να ανυψωθεί το πολιτιστικό επίπεδο του πληθυσμού και να ελαχιστοποιηθεί ο μόχθος του νοικοκυριού υπήρχε ο στόχος της δημιουργίας θεσμών συλλογικών εξυπηρετήσεων, όπως ημερήσια σπίτια για παιδιά, βρεφικοί σταθμοί, βιβλιοθήκες, κεντρική παροχή ζεστού νερού και κεντρικά πλυντήρια. Στην ύπαιθρο, ανάμεσα στις θυγατρικές και την κεντρική πόλη, χωροθετείται η αναψυχή, γήπεδα παιχνιδιού και σπορ όπως και ατομικοί κήποι και αγροκτήματα εντατικής καλλιέργειας ώστε να παράγονται φρέσκα προϊόντα κοντά στον τόπο κατανάλωσης.

Ο  Ernst May παρουσίασε, στη συνέχεια της ομιλίας του στην Καταστατική Συνέλευση της Διεθνούς Ένωσης Κατοικίας, το παράδειγμα μιας από τις πιο σημαντικές περιοχές της Νέας Φρανκφούρτης στην κοιλάδα του Nidda, παραπόταμου του  ποταμού Main.

Στην περιοχή αυτή, μεγάλης ομορφιάς, διάσπαρτη με μονάδες κατοικιών γύρω από προηγούμενα χωριά, το Γενικό Κατασκευαστικό Σχήμα κάλυπτε τις πλαγιές με μια σειρά ταρατσωτά κτίρια διαμερισμάτων, προσαρμοσμένα στις κλίσεις. Το προάστιο με κήπους του Praunheim είχε ήδη κτιστεί στο μεγαλύτερο μέρος του, ενώ η κηπούπολη Römerstadt ( Ρωμαϊκή πόλη), που θα ολοκληρωνόταν μέχρι το καλοκαίρι, αποτελούσε τη συνέχεια σε μήκος 2 χλμ.

Το μεγάλο θέμα για τον May ήταν η πολιτική γης και πρότεινε τελικά την αναγκαστική απαλλοτρίωση σε τιμές προσιτές από τη δημοτική αρχή. Άλλωστε καμιά μεγάλη σύγχρονη πόλη, βασισμένη σε σχέδιο, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς περιορισμούς στην ατομική ιδιοκτησία. Τα σχέδια των οικισμών, που ο May συμμετείχε, επιδίωκαν τη μείωση της πυκνότητας όσο ήταν δυνατόν, με μονοκατοικίες και μπλοκ διαμερισμάτων με αρκετό χώρο για κήπους, με την απομάκρυνση του αυτοκινήτου στην περίμετρο και τις βέλτιστες λύσεις αερισμού, ηλιασμού , φωτισμού. Για την παραγωγή φτηνών και καλών ποιοτικά μονάδων κατοικίας έπρεπε να υιοθετηθούν μέθοδοι ανάλογες με αυτές που χρησιμοποιεί η βιομηχανία στην παραγωγή υλικών αγαθών μαζικής κατανάλωσης. Ο τύπος κατοικίας αποτέλεσε ιστορικά, με μικρές διαφοροποιήσεις, τη βάση της ανθρώπινης διαβίωσης  και αυτό μπορούσε να συμβεί ξανά με τη βοήθεια  της προτυποποίησης. Ισχυριζόμαστε, λέει ο May στην ομιλία του, ότι το συλλογικό στοιχείο, που είναι τόσο ισχυρό στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου στην εργασία, τα σπορ, την πολιτική, θα πρέπει να αντανακλάται, επίσης, στην κατοικία. Και από αισθητική, πάντως, σκοπιά η ερήμωση δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα της τυποποίησης αλλά της έκπτωσης της αρχιτεκτονικής της πόλης για έναν αιώνα. Οι βασικές κατευθυντήριες ιδέες του σύγχρονου πολεοδόμου για το Γενικό Οικιστικό Σχήμα θα πρέπει να τον εμπνέουν και όταν διαμορφώνει τον τύπο κατοικίας. Η κάτοψη θα πρέπει να γίνεται μ’ έναν τρόπο που επιτρέπει στους ενοίκους να κάνουν την εργασία τους με τη μίνιμουμ προσπάθεια, ώστε να βρίσκουν χρόνο για πράγματα μεγαλύτερης σημασίας: για τη συντήρηση του σώματος και του πνεύματος ή για την εκπαίδευση των παιδιών.

Στη συνέχεια ο May παρουσίασε δύο τύπους κατοικίας. Ο πρώτος είναι ένα σπίτι 6 οικογενειών, ανά δύο στο καθένα από τα 3 πατώματα, που αναγείρεται ή σε σειρές ή κατά ομάδες. Η κάθε κατοικία απαρτίζεται από 2 ½ δωμάτια, πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα, μπάνιο με πλυντήριο, κτιστά ντουλάπια και αποθήκη κάτω από την οροφή. Ο καθαρός ζωτικός χώρος για κάθε κατοικία, πλην της αποθήκης, ήταν 58 τ.μ. και το κόστος περίπου 10.700 R.M. ή 13.200 R.M., αν συμπεριλάβουμε το κόστος γης και ανάπτυξης.

Η τραπεζαρία – κουζίνα είναι το βασικό χαρακτηριστικό της κάτοψης. Προηγουμένως, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες, η τραπεζαρία – κουζίνα ήταν ένα δωμάτιο με μια κουζίνα στη μία γωνία ή την άλλη, έτσι ώστε ο ατμός έκανε τον χώρο υγρό και πολύ λίγο άνετο. Αργότερα υιοθετήθηκε ένας βελτιωμένος τύπος, που είχε το μαγείρεμα σε μια κόγχη και ο ατμός έφευγε από την καμινάδα. Προχωρήσαμε, λέει ο May,  και βάλαμε έναν τοίχο ανάμεσα στο καθιστικό και την κόγχη μαγειρέματος, κερδίζοντας έτσι μια κουζίνα εργασίας και ένα πλήρως απομονωμένο καθιστικό. Η σύνδεση ανάμεσα στην κουζίνα και το τραπέζι φαγητού στο καθιστικό διατηρήθηκε με μια συρόμενη πόρτα με γυάλινα πανέλα, μεταξύ των δύο δωματίων. Η ίδια κουζίνα εξοπλίζεται με σταθερό εξοπλισμό και περιέχει κάθε τι που χρειάζεται η γυναίκα, προσπελάσιμο με τον ευκολότερο δυνατό τρόπο.

Η μόνη φορά που αναφέρεται η γυναίκα ή μάλλον το φύλο των ενοίκων στην ομιλία του May είναι σε σχέση με την κουζίνα – το πατροπαράδοτο βασίλειο της νοικοκυράς. Όμως σ’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε καθώς αποτελεί τον κύριο κορμό του κειμένου.

Στη συνέχεια, ο May αναφέρεται και σε άλλους εκ των 18 συνολικά τύπων των οικισμών της Φρανκφούρτης , στους οποίους η κουζίνα καταλαμβάνει περίοπτη θέση και είναι πάντα απομονωμένη από τους χώρους διημέρευσης. Όσον αφορά τις πιο μίνιμουμ κατοικίες, ο May εξηγεί ότι ο σχεδιασμός προβλέπει την ενοποίησή τους ανά δύο ώστε να είναι δυνατή η δημιουργία πιο ευρύχωρων κατοικιών σε καλύτερους καιρούς στο μέλλον.

Η τυποποίηση της κάτοψης οδήγησε στην τυποποίηση των στοιχείων της κατασκευής (πόρτες, σιδερένιες κάσες, παράθυρα, σύνδεσμοι, οροφές, θερμάστρες, επίπλωση και, οπωσδήποτε, η κουζίνα της Φρανκφούρτης). Η μέθοδος κατασκευής με λάσπη και τούβλα στο οικόπεδο φαινόταν ξεπερασμένη , έξω από το πνεύμα των καιρών. Γι’ αυτό αναζητήθηκε η μηχανοποίηση της κατασκευής, συνεπώς η ανεξαρτητοποίησή της από το κλίμα και τον χρόνο στην κατασκευή και εγκαινιάστηκε ένα εργοστάσιο κατοικίας στη Φρανκφούρτη.

3. ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑ

     ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1918

Σύμφωνα με την έρευνα της Susan R. Henderson, οι φεμινίστριες της ριζοσπαστικής περιόδου, ανάμεσα στο 1890 και το 1918, εργάστηκαν αρχικά μέσα στα κόμματα της αριστεράς, υποστήριξαν την πλήρη κοινωνική και πολιτική ισότητα για τις γυναίκες και επέβαλαν την ατζέντα της ισότητας στα απρόθυμα κόμματά τους. Παρά το ότι η ανδρική πλειοψηφία της κοινής γνώμης των σοσιαλιστών αναγνώριζε μόνο ένα «συζυγικό» ρόλο για τις γυναίκες , η ηγεσία υποστήριξε την ιδέα των διακεκριμένων αλλά ίσων σφαιρών. Όταν οι σοσιαλδημοκράτες ήρθαν στην εξουσία θεσπίστηκε στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης η ισότητα ανδρών και γυναικών και δόθηκε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Αν και αυτές οι κατακτήσεις πιστώνονται στους αγώνες ενός αναπτυγμένου φεμινιστικού κινήματος , το κίνημα αυτό μειώνεται μετά το 1918 και όσες φεμινίστριες παρέμειναν ενεργές έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ δύσκολες καταστάσεις και από το δικό τους φύλο.

Η απόδοση των συνταγματικών δικαιωμάτων έγινε, σύμφωνα με την Henderson, παράλληλα με την έλευση της  Νέας Γυναίκας, μιας σύνθετης και αντιφατικής μορφής. Στο στυλ της –κοντά μαλλιά και “όχι γυναικείες” γραμμές ρούχων – και στην κοινωνική της συμπεριφορά – εργαζόμενη, συχνά μόνη, χωρίς ενδιαφέρον για μια μεγάλη οικογένεια και μικρό ενθουσιασμό για τα οικιακά – η Νέα Γυναίκα εξέφραζε μια ανεξαρτησία και κάποια μοντέρνα χαρακτηριστικά που ήταν απαράδεκτα για τους πολλούς αυτόκλητους προστάτες της οικογενειακής εστίας.

Αμήχανο ήδη ως προς τις φεμινιστικές δεσμεύσεις του, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που πρόσφατα είχε ανέλθει στην εξουσία, αισθάνθηκε τώρα πιεσμένο από τη δεξιά στο να υποστηρίξει την ιδέα της γυναικείας σφαίρας.

Η στάση απέναντι στη Nέα Γυναίκα, που τρομάζει, μαζί με ταξικά και οικονομικά θέματα, οδήγησαν σε μια κρατική πολιτική η οποία ονομάστηκε “επανένταξη των γυναικών στο σπίτι”. Η προσπάθεια βελτίωσης της θέσης των Γερμανίδων γρήγορα περιορίστηκε ως προς το εστιακό της σημείο. Μια χαλαρή συμμαχία ενδιαφερομένων ομάδων, αντί να μάχεται για την εφαρμογή της ισότητας του Συντάγματος, επαναδιεκδίκησε τη σφαίρα των γυναικών θεωρώντας την, ταυτόχρονα, ως το ιδεολογικά ισοδύναμο στα ανδρικά επαγγέλματα και διαχωριζοντάς την από τις θέσεις στα εργοστάσια, που ήταν απλά εργασία.

Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος οι αντιπρόσωποι του κράτους και η φιλελεύθερη πτέρυγα του γυναικείου κινήματος διαμόρφωσαν ένα ιδεώδες νοικοκυριού ως “επαγγελματικού εργασιακού χώρου” των γυναικών, που είχε ανάγκη ανάλογης έρευνας με αυτή που γινόταν για τους άνδρες, όσον αφορά τη γραμμή παραγωγής. Πρότειναν, δηλαδή, ένα είδος οικιακού ταηλορισμού. Έτσι η Δημοκρατία της Bαϊμάρης δεν έγινε γνωστή ως η εποχή που οι γυναίκες συνάντησαν τον κόσμο των ανδρών, αλλά ως εποχή εκσυγχρονισμού της σφαίρας του νοικοκυριού.

Ο στρατηγικός στόχος της οικιακής μεταρρύθμισης ήταν ο περιορισμός του μόχθου. Το “νέο νοικοκυριό” έπαιρνε λιγότερο χρόνο, ήταν υποθετικά λιγότερο ανιαρό και απελευθέρωνε τη νοικοκυρά για περισσότερες, ανώτερες πνευματικά προσπάθειες.

Οι Αμερικανίδες είχαν εισάγει, ήδη από τον 19ο αι., τις πρώτες μεταρρυθμίσεις όσον αφορά την αυτάρκεια του νοικοκυριού και τις τεχνικές εξοικονόμησης χώρου. Από το 1918 εργάστηκαν γι’ αυτό τον σκοπό οι C. Beecher και H. Stowe με το Σπίτι της Αμερικανίδας (1869), ενώ η C. Frederick πήρε τη σκυτάλη στον 20ο αι. με τη Μηχανική του Νοικοκυριού : Επιστημονική Διαχείριση στο Σπίτι ( 1919).

Σύμφωνα πάντα με την έρευνα της Henderson, τα έργα της Frederick είχαν μια γονιμοποιό επίδραση στην Eυρώπη. Στη Γερμανία, το κίνημα των γυναικών της αστικής τάξης προώθησε τη μεταρρύθμιση του νοικοκυριού σε μια καμπάνια που ονομάστηκε Mütterliche Politik (μητρική πολιτική). Οι τάξεις της Bund Deutscher Frauenvereine (BDF, Oμοσπονδία Λεσχών των Γερμανίδων), μιας συμμαχίας οργανώσεων αστών γυναικών, πύκνωσαν. Στα 1920, η BDF είχε περισσότερες από 6.000 ομάδες μέλη της, με  περισσότερες από 1.000.000 γυναίκες.

Με την ξαφνική της διόγκωση, η σύνθεση της BDF έγινε όλο και πιο συντηρητική· για να απευθυνθεί σε μια ευρεία βάση, δέχθηκε μέλη γυναικείες ομάδες είτε ουδέτερες είτε έμπρακτα αντίθετες στο φεμινισμό. Η συντηρητική πτέρυγα αντιπροσωπευόταν σε μεγάλο βαθμό από την Reischsverband Deutscher Hausfrauenvereine (RDH) (Oμοσπονδιακή Ένωση Oργανώσεων των Γερμανίδων Nοικοκυρών).

Μετά τον πόλεμο η BDF έπαιξε έναν ευρύτερο ρόλο στα εθνικά και βιομηχανικά συμβουλευτικά σώματα. Η συνεργασία της με το κράτος αφορούσε, σε μεγάλο μέρος, τη διαμόρφωση μιας νέας ομοσπονδιακής εκπαιδευτικής πολιτικής. Στα ωρολόγια προγράμματα προστέθηκε ο θεσμός των υποχρεωτικών κύκλων της οικιακής οικονομίας για τα κορίτσια, ενώ, η προσπάθεια να διατηρηθεί μια τάξη υπηρετριών, υποκίνησε τη δημιουργία επαγγελματικών γυμνασίων για γυναίκες, που εκπαίδευαν “επαγγελματίες” για υπηρετικά επαγγέλματα, όπως ράφτρες, πλύστρες, υπηρέτριες και φύλακες νηπιαγωγείων. Αν και τα σχολεία της Bαϊμάρης ήταν αξιοσημείωτα για πολλές προοδευτικές καινοτομίες, η άνοδος της BDF σήμαινε μια εποχή περικοπών δαπανών στην εκπαίδευση των γυναικών. Στο επίπεδο των κολλεγίων, επίσης, τα προγράμματα για γυναίκες επέστρεψαν σε μια σχεδόν αποκλειστική εστίαση στα επαγγέλματα κοινωνικών υπηρεσιών: οικιακή επιστήμη, διδασκαλία, κοινωνική εργασία και περίθαλψη.

Σε όλη τη χώρα οι λέσχες γυναικών της RDH συσκέπτονταν με το Γραφείο των Προτύπων για τον κατάλληλο εξοπλισμό του σπιτιού και συμβούλευαν τη βιομηχανία για τα κατάλληλα προϊόντα του νοικοκυριού. Η βιομηχανία, με τη σειρά της, αξιοποίησε τη συνεργασία αυτή ως φόρουμ προβολής και μια μορφή συμμετοχής στη διαφήμιση. Από εδώ προέκυψε το Haus der Ring der Frauen (Σπίτι του Kύκλου των Γυναικών), του 1931. Το περίπτερο της έκθεσης σχεδιάστηκε από τον Peter Behrens και την Elsa Oppler Legband. Η προπαγανδίστρια με τη μεγαλύτερη επιρροή σ’ αυτή τη συμμαχία ήταν η Marie-Elisabeth Lüders. H Erna Meyer ήταν η άλλη σημαντική ημιεπίσημη εκπρόσωπος της σφαίρας των γυναικών. Το βιβλίο τηςLüders, Das neue Haushalt (1926) έφτασε στις είκοσι μία εκδόσεις στα δύο πρώτα χρόνια. Το έργο γυναικών όπως η Lüders και η Meyer προσέδωσε πολιτική αξιοπιστία στην επαναφορά της οικιακής ζωής ως φεμινιστικού προγράμματος.

Στην Έκθεση της Werkbund, στη Στουτγάρδη, το 1927, η Erna Meyer, συγγραφέας του τμήματος για το νοικοκυριό του Siedlung und Wohnungen (Oικισμός και Kατοικία), εξέθεσε δύο παραδειγματικές κουζίνες με δικά της σχέδια, το ένα σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα J.J.P. Oud. Η κουζίνα τους έγινε μία από τις διασημότερες κουζίνες της περιόδου της Bαϊμάρης.

4.  H NEA ΦPANKΦOYPTH ΚΑΙ Η ΚΟΥΖΙΝΑ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ

Το έργο της παραγωγής κοινωνικής κατοικίας στη Φρανκφούρτη πραγματοποιήθηκε στο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που περιγράψαμε. O Ernst May έβλεπε τη σφαίρα των γυναικών πρωταρχικά με όρους νοικοκυριού. Η μελέτη της οικιακής ζωής απέκτησε μοναδική έμφαση στη Φρανκφούρτη: ο May είχε την πρωτοβουλία της έρευνας που την εξέδωσε στην εφημερίδα Das Neue Frankfurt (H Νέα Φρανκφούρτη). Η σχεδιαστική του ομάδα μελέτησε ψυχολογία, αξιολόγηση υλικού και προϊόντων και, βεβαίως, αρχές επιστημονικής διαχείρισης για την εφαρμογή τους στην κουζίνα. Ερεύνησαν κάθε πλευρά του σχεδιασμού του νοικοκυριού για να δημιουργήσουν αποδοτικές και ευχαριστημένες νοικοκυρές: το χρώμα λάμπρυνε τον κόσμο των νοικοκυρών, κάνοντας πιο υποφερτές τις δουλειές του νοικοκυριού· κατασκευάστηκαν σμαλτωμένες επιφάνειες για εύκολο καθάρισμα και η επίπλωση περιόριζε τη σκόνη σε δύσκολα προσπελάσιμα σημεία. Οι καταναλώτριες, που ζούσαν σε παλιότερα τετράγωνα, θα μπορούσαν να αποκτήσουν μέρος αυτής της αποδοτικότητας, προμηθευόμενες αντικείμενα από τον Κατάλογο της Φρανκφούρτης – μια σειρά επίπλων κουζίνας από διάφορους κατασκευαστές.

Αναμφίβολα το πιο γνωστό σχέδιο ήταν η Κουζίνα της Φρανκφούρτης, της Margarete (“Grete”) Schütte-Lihotzky, το 1925.

 H Grete Lihotzky, η μόνη γυναίκα αρχιτέκτων στη σχεδιαστική ομάδα του May, κέρδισε διεθνή αναγνώριση για το σχέδιό της τής Kουζίνας της Φρανκφούρτης. Σοσιαλίστρια ακτιβίστρια άρχισε να εργάζεται στα 1920 υπό τον Adolf Loos, όταν ανέλαβε επικεφαλής της Yπηρεσίας Kατοικίας της Bιέννης. O Ernst May και η Lihotzky συναντήθηκαν για πρώτη φορά όταν ο May έφθασε στη Βιέννη για να επισκεφθεί τον Adolf Loos και να δει τις περιοχές της εργατικής του κατοικίας. Στα 1925, ο May την προσκάλεσε να γίνει μέλος της σχεδιαστικής του ομάδας στη Φρανκφούρτη.

 Η Κουζίνα της Φρανκφούρτης της Lihotzky έγινε μία από τις πιο δημοφιλείς δημιουργίες των οικιστικών προγραμμάτων της Bαϊμάρης. Περίπλοκα συναρμολογημένη και σφικτά διαμορφωμένη, ήταν η πραγματοποίηση της κουζίνας ως μηχανής. Τα σημεία αναφοράς της Lihotzky είχαν πολύ απομακρυνθεί από τη σφαίρα των γυναικών: κουζίνες πλοίων, η κουζίνα της τραπεζαρίας του τραίνου και το βαγόνι του γεύματος. Η περιορισμένη κάτοψη της κουζίνας της, 1,9×3,44 τετρ. μέτρα ήταν “επιστημονικά” υπολογισμένη στις βέλτιστες διαστάσεις, σύμφωνα με τις οποίες κάθε κίνηση ήταν πλήρως αποδοτική και κάθε λειτουργία συντονισμένη. Παρότι σχεδιάστηκαν διαφορετικές παραλλαγές, το τυπικά προβαλλόμενο μοντέλο ήταν απολύτως λειτουργικό για ένα πρόσωπο.

Το ότι η κουζίνα ήταν μια “κόγχη”, απομονωμένη από το καθιστικό,  ήταν, επίσης, κλειδί. Η σφαίρα των γυναικών εμποδιζόταν έτσι να εισβάλλει στη γαλήνη των άλλων σφαιρών, που συνυπήρχαν μέσα στις ήδη συρρικνωμένες περιοχές του νοικοκυριού. Για να παρέχει το σπίτι γαλήνη και ανάπαυλα από την εργασία στον έξω κόσμο – που γινόταν αντιληπτός ως ο κόσμος του συζύγου – οι σκοποί του νοικοκυριού έπρεπε να είναι απομονωμένοι και, πραγματικά, αόρατοι. Ξανά το θέμα αυτό, όπως είδαμε από την ομιλία του May στη Διεθνή Ένωση Κατοικίας, επιχειρηματολογήθηκε με όρους αποδοτικότητας και υγιεινής: η «κόγχη» κρατούσε τον καθημερινό χώρο ελεύθερο από τις οσμές του μαγειρέματος, τους ατμούς, και τον θόρυβο.

Υπήρχε ένας ακόμη λόγος για τη μοναδική δύναμη του σχεδίου της Lihotzky: ανάμεσα σε όλες τις διαφορετικές προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό της κουζίνας, οι δικές της μόνο μετασχημάτιζαν την κουζίνα σε καταναλωτικό προϊόν. Η Κουζίνα της Φρανκφούρτης ήταν ένας θαλαμίσκος συναρμολογημένος στο εργοστάσιο, παραδοτέος στο οικόπεδο της οικοδομής, που ανυψωνόταν στη θέση του με γερανό. Δέκα χιλιάδες εγκαταστάθηκαν μόνο στους οικισμούς της Φρανκφούρτης αλλά ατομικές μονάδες επωλούντο, επίσης, στο εμπόριο ως είδος διαθέσιμο από τον Κατάλογο της Φρανκφούρτης.

Η κουζίνα της Lihotzky προβλήθηκε πρώτα στην ετήσια, διεθνή εμπορική έκθεση της Φρανκφούρτης, το 1927, ανάλογη με την έκθεση της Werkbund στη Στουτγάρδη. Η Lihotzky τοποθέτησε την κουζίνα της σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον αποκαλούμενο Die neue Wohnung und ihr Innenausbau (H Nέα Kατοικία και το Eσωτερικό της), μια έκθεση που η ίδια σχεδίασε και εστίασε στο Wohnkultur στους οικισμούς της Φρανκφούρτης. Γύρω από μια κεντρική έκθεση κατοικίας και δειγμάτων προϊόντων στη Φρανκφούρτη, που περιλάμβανε ένα μοντέλο σε βάση από μπετόν ενός τυπικού, εν σειρά, σπιτιού της Φρανφούρτης σε κλίμακα 1:1, φωτογραφίες και μακέττες εικονογραφούσαν το έργο των Walter Gropius, Bruno Taut, Adolf Rading, Le Corbusier, Pierre Jeanneret και το έργο του Franz Schuster στη Βιέννη και τοποθετούσαν το έργο της Φρανκφούρτης στο ευρύτερο πλαίσιο των Neues Bauen.

Τέθηκε τότε ένα θέμα εκπαίδευσης των γυναικών νοικοκυρών στο νέο πλαίσιο άσκησης του παραδοσιακού τους ρόλου.

Το γραφείο υπηρεσιών κοινής ωφελείας της Φρανκφούρτης προώθησε προγράμματα δημόσιας εκπαίδευσης πάνω στο σύγχρονο νοικοκυριό. Ο Franz Tillmetz, διευθυντής του τομέα κοινής ωφελείας, επιχορήγησε ένα χώρο μόνιμης έκθεσης για όλα τα θαύματα της τεχνολογίας της νέας κουζίνας. Το σχήμα τέθηκε σε εφαρμογή από τον αρχιτέκτονα Adolf Meyer, που μετέτρεψε την παλιά εμπορική στοά “Kaiser-Wilhelm Passage”, στο κέντρο της πόλης, στο Gaspassage, – ένα μόνιμο φόρουμ για την επίδειξη των τελευταίων εφαρμογών στο γκάζι.. Εν τω μεταξύ, η ίδια η στοά αποψιλώθηκε από τη διακόσμησή της τού 19ου αι. χάριν των δυνατών βιομηχανικών μορφών του Meyer, που, εδώ, πήραν τη μορφή πλαισίων από μπετόν σε ορθογωνικό κάνναβο. Ο εξοπλισμός της θέρμανσης, που περιελάμβανε φούρνους και θερμάστρες γκαζιού και ηλεκτρικές, καλοριφέρ ζεστού νερού και διάφορες συσκευές της σύγχρονης κουζίνας, βρισκόταν στις πλευρές της στοάς. Το γραφείο του Tillmetz εργάστηκε, επίσης, σε συνεργασία με τις τοπικές σχολικές αρχές, για να δημιουργήσει ένα μοντέλο κουζίνας που να καταλαμβάνει το μπροστινό παράθυρο. Σχεδιασμένη από τη Lihotzky, χρησιμοποιήθηκε για καθημερινές επιδείξεις των τελευταίων τεχνικών μαγειρικής. Οι κύκλοι μαγειρικής και ψησίματος αποτέλεσαν έμπρακτη προπαγάνδα των αρετών των εφαρμογών του γκαζιού.

Στα σχολεία, η επαναφορά των οικιακών άρχισε με τον θεσμό των απαιτούμενων κύκλων για νέα κορίτσια στην οικιακή επιστήμη και τις συνδεδεμένες με το νοικοκυριό τέχνες. Το “εργαστήριο” που εγκαταστάθηκε σε νέα και αναδιαμορφωμένα σχολεία σε όλη τη χώρα συνίστατο σε ένα σύνολο αιθουσών διαλέξεων, ραπτικής, πλυσίματος και τραπεζαρίας, με την κουζίνα κεντρικό του κομμάτι. Αρχικά ο επαγγελματισμός και η υγιεινή ήταν τα δύο μεγάλα θέματα αυτής της παιδαγωγικής επανάστασης, αλλά, καθώς η Γερμανική βιομηχανική οικονομία επανήλθε σταδιακά στην παραγωγή της ειρηνικής περιόδου, η εξάσκηση των νέων γυναικών, ώστε να είναι μοντέρνες καταναλώτριες, κέρδισε εξίσου σε σημασία.

H Lihotzky σχεδίασε δεκατέσσερις εκπαιδευτικές μονάδες για τα δημόσια σχολεία της Φρανκφούρτης. Η σχολική της κουζινούλα ήταν μια εκδοχή μινιατούρας της Κουζίνας της Φρανκφούρτης, που τότε εγκαταστάθηκε σε νέες κατοικίες σε όλη την πόλη. Στο Römerstadt κάθε μονάδα είχε μια Κουζίνα Φρανκφούρτης· την ίδια στιγμή οι Martin Elsaesser και Wilhelm Schütte εγκατέστησαν τις κουζινούλες της Lihotzky στο οικιακό επιστημονικό “εργαστήριο” στο τοπικό δημόσιο σχολείο. Ένα κορίτσι εκπαιδευόμενο στην κουζινούλα της Φρανκφούρτης θα μπορούσε να κινηθεί μέσα στο νέο κόσμο των οικισμών της Φρανκφούρτης με πλήρη εμπιστοσύνη στις σύγχρονες δεξιότητές της για το σπίτι.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Tο δοκίμιο της Susan R. Henderson Mια Eπανάσταση στη Γυναικεία Σφαίρα, H Grete Lihotzky και η Κουζίνα της Φρανκφούρτης αποδεικνύεται, λοιπόν, υποδειγματικό στην προσέγγιση του χώρου από τη σκοπιά του φύλου. Οι ερμηνείες του χώρου θα έμεναν ατελείς, ανολοκλήρωτες αν οι προσεγγίσεις μας δεν συμπεριελάμβαναν τις πατριαρχικές κοινωνικές δομές, τον κατά φύλα καταμερισμό της εργασίας και τις νομιμοποιητικές αυτού του καταμερισμού ιδεολογίες, που διατρέχουν τη σκέψη και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις γυναικών και ανδρών.

Η έρευνα της Henderson προχωρεί στην ανάγνωση της τυπολογίας ενός αρχιτεκτονικού χώρου – της κουζίνας, με βάση τις αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας στην εργασία και τον οικιακό χώρο κατά την ιστορική περίοδο του Mεσοπολέμου στη Γερμανία. Παράλληλα φωτίζει ένα μείζον ζήτημα για τη μαρξιστική σκέψη, το αν δηλαδή η τεχνολογία είναι μια ουδέτερη συνθήκη ή φορέας και προαγωγός κοινωνικών σχέσεων όπως αυτές μεταβάλλονται και αποκρυσταλλώνονται στη διάρκεια του χρόνου.

Στη δημοκρατία της Bαϊμάρης το ζήτημα της κοινωνικής και πολιτικής ισότητας για τις γυναίκες, είχε ήδη τεθεί μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα και έπρεπε να πραγματοποιηθεί.

Το θέμα είναι, όμως, ότι η ισότητα αυτή προϋπέθετε και προϋποθέτει ρήξη με τις πατριαρχικές δομές και αντιλήψεις, ανατροπή των στερεότυπων ρόλων των φύλων στην οικιακή και δημόσια σφαίρα, αποσύνδεση της γυναικείας ταυτότητας από τον ρόλο της νοικοκυράς, δηλαδή ριζικές αλλαγές στον εντός της οικογένειας καταμερισμό της οικιακής εργασίας. 

Τα ερωτήματα σε ποιο βαθμό η ισότητα οδηγεί στην απελευθέρωση των γυναικών, στο πλαίσιο ενός συνολικού κοινωνικού χειραφετητικού σχεδίου και το αν προϋπόθεση της ολόπλευρης ισότητας – κατ’ επέκταση της απελευθέρωσης είναι η αμφισβήτηση της θέσης των γυναικών στην κατοικία και την οικογένεια, τέθηκαν εκ των πραγμάτων αλλά δεν έγινε δυνατόν να κυριαρχήσουν στην ημερήσια διάταξη των κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων της Bαϊμάρης.

Το κίνημα των γυναικών, όπως και κάθε κίνημα άλλωστε, δεν είναι καθόλου ενιαίο. Ισχυρά ρεύματά του δεν αμφισβητούν την ανδρική κυριαρχία και τη συνακόλουθη γυναικεία υποτέλεια, παρ’ ότι θέτουν αιτήματα βελτίωσης της θέσης των γυναικών στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα. Τα επαναστατικά πολιτικά ρεύματα, πάλι, βρίσκονται μπροστά σ’ ένα κυκεώνα προβλημάτων που γεννώνται και από την υπανάπτυκτη υλική βάση και, παρ’ ότι ριζοσπαστικά στο λόγο, αναδιπλώνονται στην πράξη, ιδιαίτερα σε θέματα που δεν έχουν ποτέ αποκτήσει πρωτεύουσα θέση στην πολιτικοϊδεολογική ατζέντα.

Είδαμε ότι στο Μεσοπόλεμο οι λαϊκές τάξεις της Ευρώπης αντιμετώπιζαν οξύ στεγαστικό πρόβλημα. Η μαζική κοινωνική κατοικία αποτελεί, επομένως, τομή επαναστατικού χαρακτήρα σε σχέση με τον παρελθόν.

Η νέα τεχνολογία της οικοδομής σίγουρα επιτρέπει τη μαζικότητα της παραγωγής, περιορίζοντας τον χρόνο και το κόστος κατασκευής. Απ’ αυτή τη σκοπιά μοιάζει και είναι απελευθερωτική. Το πώς, όμως, φτάνει η αποδοτικότητα του χώρου της κατοικίας να γίνεται κυρίαρχη και μέσω αυτής να αναγορεύεται σε πανάκεια ένα είδος οικιακού ταιηλορισμού δεν είναι εξηγήσιμο χωρίς τη συμβολή των κοινωνικών και πολιτικών ιδεολογιών. Αν η εξίσωση του Λένιν : σοσιαλισμός ίσον εξηλεκτρισμός συν σοβιέτ φαίνεται σήμερα ανεπαρκής στο να ορίσει τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, η ταύτιση της ισότητας των γυναικών με τον ταιηλορισμό της Κουζίνας της Φρανκφούρτης  δεν είναι μόνο ανεπαρκής αλλά και βαθιά συντηρητική  ως προς το πρόταγμα της ισότητας, που μοιραία προϋποθέτει αλλαγές στα κοινωνικά συμφραζόμενα.

Πίσω από τις πραγματικές και ασύλληπτες δυσκολίες στην εφαρμογή ριζοσπαστικών πολιτικών για την κοινωνική χειραφέτηση των γυναικών και των ανδρών, υπάρχει η ισχυρότατη εγγραφή της πατριαρχίας και η δύσκολη, γι’ αυτό και μειοψηφική, σύλληψη μιας κοινωνίας χωρίς τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων. Αν οι γυναίκες απεξαρτηθούν από τα οικιακά, οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής κλονίζονται συθέμελα, γιατί παύει να υφίσταται η απλήρωτη – γυναικεία πάντα – εργασία στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Τότε, όχι μόνο οι άνδρες καλούνται να τοποθετηθούν πάνω στις νέες σχέσεις, που θα πρέπει να διέπουν την ιδιωτική σφαίρα, αλλά και οι εργοδότες οφείλουν να αναπροσαρμόσουν τον βαθμό της εκμετάλλευσης σύμφωνα με τα νέα δεδομένα ή, άλλως, να καταργηθούν.

Βέβαια, μερικές δεκαετίες πριν – το 1884 – ο Ένγκελς στην Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους έθετε τα πράγματα με απόλυτη κριτική σαφήνεια, αμφισβητώντας τον πυρήνα της πατριαρχίας στο σύγχρονο καπιταλισμό που είναι η κοινωνική δομή της οικογένειας : με την πατριαρχική οικογένεια, και ακόμα περισσότερο με τη μονογαμική ξεχωριστή οικογένεια , άλλαξαν τα πράγματα. Η διοίκηση του νοικοκυριού έχασε το δημόσιο χαρακτήρα της. Έπαψε να ενδιαφέρει την κοινωνία. Έγινε ιδιωτική υπηρεσία. Η γυναίκα, παραμερισμένη από τη συμμετοχή στην κοινωνική παραγωγή έγινε η πρώτη υπηρέτρια…Η νεότερη ξεχωριστή οικογένεια στηρίζεται πάνω στην ανοιχτή ή σκεπασμένη σπιτική σκλαβιά της γυναίκας και η νεότερη κοινωνία είναι μια μάζα που τα μόριά της αποτελούνται μονάχα από ατομικές οικογένειες.  

Προφανώς, τα πράγματα είναι πολύπλοκα. Η προηγούμενη, όμως, έστω σχηματική προσέγγιση των ριζικών κοινωνικών ανατροπών, που προϋποθέτει η γυναικεία απελευθέρωση, μας οδηγεί να κατανοήσουμε γιατί η ισότητα των γυναικών στη δημοκρατία της Bαϊμάρης ταυτίστηκε πλειοψηφικά με τον στόχο της μείωσης του οικιακού μόχθου, ο οποίος συνέχιζε, όμως, να αποτελεί υποχρέωση των γυναικών παρά το ότι μπήκαν μαζικά στην παραγωγή, διπλασιάζοντας, έτσι, τα ωράρια εργασίας τους.

Αναμφίβολα, τα νέα προϊόντα της βιομηχανίας, κυρίως οι οικιακές συσκευές, περιόρισαν τον παραδοσιακό χρόνο και μόχθο της οικιακής εργασίας, όπως η δημόσια εκπαίδευση και περίθαλψη μείωσαν τη γυναικεία φροντίδα των παιδιών και των ασθενών. Όλ’ αυτά δεν είναι καθόλου αμελητέα, αν μάλιστα τοποθετηθούν στο ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κατακτήθηκαν.

Ακριβώς, όμως, αυτές οι βελτιώσεις παγιώνουν τον εγκλεισμό των γυναικών στη γυναικεία σφαίρα, που είναι, πρωτίστως, η ιδιωτική σφαίρα της οικιακής εργασίας, ως μέσου πραγμάτωσης και διαιώνισης της γυναικείας «ταυτότητας» σε πατριαρχικές κοινωνίες. Η Kουζίνα της Φρανκφούρτης μπορεί να έχει ανέσεις εξοπλισμού, στερείται όμως άνεσης χώρου – με το επιχείρημα της μάξιμουμ αποδοτικότητας των κινήσεων σ’ ένα μίνιμουμ χώρο – και σύνδεσης με τον χώρο διημέρευσης και τους ιδιωτικούς χώρους της κατοικίας. Ένα άτομο και όχι όλη η οικογένεια μπορούν να εργαστούν στο θαλαμίσκο, σε πλήρη απομόνωση από το υπόλοιπο σπίτι και τους άλλους ενοίκους του. Αυτό το άτομο είναι αναμφίβολα η γυναίκα: νοικοκυρά, μητέρα, εργαζόμενη.

Από την κριτική αυτή προσέγγιση δεν απορρέει ως μονόδρομος το σχεδιαστικό σύνθημα: ανοιχτές κουζίνες. Μια ανοιχτή , όμως , κουζίνα συντελεί στην απομυθοποίηση της εργασίας που γίνεται εκεί και η οποία, ακόμα σήμερα, θεωρείται από πολλούς αρμοδιότητα της γυναίκας – νοικοκυράς. Όσο πιο ισχυρός ο « εγκλεισμός» και όσο πιο αόρατος ο μόχθος της Σταχτοπούτας τόσο πιο πολύ απομακρύνεται η δυνατότητα να αμφισβητηθεί ως αποκλειστικά γυναικεία υποχρέωση ή / και να καταμεριστεί μεταξύ όλων των μελών της οικογένειας αυτός ο μόχθος. Πάντως, το θέμα της μικρής ή μεγάλης απομόνωσης της κουζίνας και πάντα σε συνάρτηση με το μέγεθος του χώρου, θα μπορούσε να αξιολογείται αντικειμενικότερα, με βάση διάφορες παραμέτρους, μόνο στο πλαίσιο ενός ισότιμου καταμερισμού της οικιακής εργασίας σε όλα τα συμβιούντα μέλη της κατοικίας.

Μια κουζίνα μπορεί, λοιπόν, να μιλήσει για την κοινωνική θέση των γυναικών, όπως μπορεί και ο χώρος, γενικά, αν τον αποκρυπτογραφήσουμε και, ταυτόχρονα, αποκωδικοποιήσουμε τα κοινωνικά στερεότυπα, να μας μιλήσει για τις διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, τους αποκλεισμούς και τους περιορισμούς που αποτυπώνει.

Στο χώρο, όμως, αποτυπώνονται εξίσου οι κοινωνικές μεταβολές των σχέσεων ανάμεσα στα φύλα, που είναι, κυρίως, αποτέλεσμα αγώνων του γυναικείου και φεμινιστικού κινήματος.

Βιβλιογραφία               

Ένγκελς Φρίντριχ :        Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας

                                       και του κράτους, Πρώτη Γερμανική έκδοση 1884,

                                       ελλην. μτφρ. Αθηνά Κυριακοπούλου, εκδ. Θεμέλιο, 1966.

Frampton, Kenneth :      Modern Architecture, a critical theory, Thames and Tudson,   

                                       1981, ελλην. μτφρ. Θόδωρος Ανδρουλάκης , Μαρία Πάγκαλου,    

                                        εκδόσεις Θεμέλιο, 1987.

Henderson R. Susan :  A Revolution in the Woman’s Sphere : Grete Lihotzky and the               Frankfurt Kitchen , στο Colley D. Danze E. Henderson C. eds.  Architecture and Feminism,, Princeton Architectural Press, 1996, USA. 

                                        Το κείμενο αυτό, από το οποίο έχουν αντληθεί τα στοιχεία της     μελέτης για το γυναικείο και φεμινιστικό κίνημα, την κρατική πολιτική στη δημοκρατία της Βαϊμάρης και την Κουζίνα της Φρανκφούρτης, περιλαμβάνεται εκτενής σχετική βιβλιογραφία.

May Ernst :                      Lecture, given by town councillor May at the Constituent  

                                        Assembly of the International Housing Association on the

                                       12th January 1929.

Tafuri Manfredo,

Dal Co Francesco  :         Modern Architecture /1 , Electa, 1976, αγγλική μτφρ.

                                         Robert   Erich Wolf, Academy Editions, 1980,

                                         Faber and Faber, 1986.

Σημείωση    :               Η συγγραφή του κειμένου θα ήταν αδύνατη χωρίς ένα μεγάλο αριθμό κειμένων που διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο του Φεμινιστικού Κινήματος, κείμενα θέσεων και κατευθύνσεις δράσης – στα οποία δεν είναι εφικτό να γίνει ονομαστική αναφορά.

Ελένη Πορτάλιου

αρχιτέκτων, αν. καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Σχολής, ΕΜΠ

portel@central.ntua.gr